Παρασκευή , 26 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Η Σάμος κατά την Πρωτοχριστιανική και τη Βυζαντινή περίοδο (1-1475 μ.Χ.)

Η Σάμος κατά την Πρωτοχριστιανική και τη Βυζαντινή περίοδο (1-1475 μ.Χ.)

(Η Σάμος κατά την Πρωτοχριστιανική και τη Βυζαντινή περίοδο είναι κείμενο από το βιβλίο του Νίκου Σεβαστόπουλου, Σάμος, μια αναδρομή στην ιστορία της 1360 π.Χ. – 1943 μ.Χ.)

Μετά την επικράτηση της περιώνυμης “Pax Romana”, ύστερα από μια μακροχρόνια περίοδο μεγάλων αναστατώσεων και εμφυλίων πολέμων, ο νικητής και μόνος κυρίαρχος της απέραντης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Οκταβιανός, ο αποκληθείς Αύγουστος, διεχείμασε δύο φορές στη Σάμο (30 και 19/18 π.Χ.) και παρεχώρησε στους Σαμίους το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη.

Οι διάδοχοι του Τιβέριος, Καλιγούλας και Κλαύδιος αναγνώρισαν δικαιώματα ασυλίας στο Ηραίον, ανήγειραν λαμπρά οικοδομήματα και ανακαίνισαν ναούς. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως ανδριάντες, προτομές, ενεπίγραφους βωμούς προς τιμή των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και μελών των οικογενειών τους.

Το 267 μ.Χ. η Σάμος υπέστη καταστροφές και λεηλασίες, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, από τις επιδρομές των Ερούλων. (Γερμανικών φυλών που ήλθαν από τα Νότια της σημερινής Σουηδίας).

Το πότε εισήχθη ο Χριστιανισμός στη Σάμο δεν μας είναι επακριβώς γνωστό. Ο Απόστολος Παύλος, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, επιστρέφοντας από τη Ρώμη στα Ιεροσόλυμα το 58 μ.Χ. πέρασε από τη Σάμο κατευθυνόμενος προς τη Μίλητο και είναι πολύ πιθανόν και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος να επισκέφθηκε το νησί επιστρέφοντας στην Έφεσο από την εξορία του στην Πάτμο.

Η διάδοση του Χριστιανισμού στη Σάμο πιθανόν να έχει την αφετηρία της στην οργανωμένη παροικία των Εβραίων, η οποία την εποχή εκείνη ήταν αρκετά μεγάλη. Το σωζόμενο μέχρι σήμερα Μαρτύριο στην περιοχή της Παναγίτσας, δίπλα στη Γλυφάδα, λίγο έξω από το Πυθαγόρειο, που χρονολογείται στα μέσα του 4ου μ.Χ., το παλαιοχριστιανικό Κοιμητήριο της Παναγίτσας και η παρουσία Επισκόπου ήδη από το 390 μ.Χ. αποτελούν αψευδείς μαρτυρίες ότι ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Σάμο από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και ήδη τον 5ο μ.Χ. αιώνα είχε πλέον ολοκληρωθεί, αν κρίνουμε από το πλήθος των Βασιλικών που έχουν εντοπισθεί στο Πυθαγόρειο, στο Ηραίον, στο Μεσόκαμπο, και στην περιοχή του Κέδρου στο Βαθύ, όπου ανακαλύφθηκε και παλαιοχριστιανικό Βαπτιστήριο.

Το Μαρτύριο της Παναγίτσας, ταφικό δηλαδή μνημείο, ανήκει πιθανότατα κατά την εκτίμηση του Αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Τσάκου στους τρεις Σαμίους στρατιωτικούς Αγίους Γρηγόριο, Θεόδωρο και Λέοντα, οι οποίοι αγίασαν στα χρόνια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Κωνσταντίου Β’, αγωνιζόμενοι κατά της αιρέσεως του Αρείου, η οποία είχε μεγάλη διάδοση μεταξύ των στρατιωτικών και είχε προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, είχε δημιουργήσει εκρηκτικές καταστάσεις στην κοινωνική ζωή και εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους για τη συνοχή και τη διατήρηση του πολιτειακού σχήματος της Αυτοκρατορίας.

Τον 5ο μ.Χ. αιώνα αναφέρεται ως Επίσκοπος Σάμου, ο Μιχαήλ. Τον επόμενο αιώνα επισκέφθηκε τη Σάμο ο Ιωάννης ο Μόσχος, ο οποίος μας πληροφορεί ότι βρήκε “ανθούσαν χριστιανικήν Κοινότητα” και μνημονεύει τον αββά Ισίδωρο, ηγούμενο στη Μονή του Χαριξένου και μετέπειτα Επίσκοπο Σάμου. Άλλοι γνωστοί Επίσκοποι της Σάμου, αναφερόμενοι σε μολυβδόβουλα ή σε πρακτικά Συνόδων είναι οι εξής: Αναστάσιος, Ισίδωρος Β’, Ναρσής, Λέων, Γεώργιος και Αρσένιος.

Η Σάμος, όπως είναι γνωστό, κατά τη βυζαντινή περίοδο αποτελούσε την έδρα του ομώνυμου ναυτικού θέματος που τον 9° αιώνα περιελάμβανε και το παράλιο τμήμα των Θρακησίων από το Αδραμύττιο μέχρι την Έφεσο. Το έτος 889 μ.Χ. αναφέρεται ο πρώτος γνωστός στρατηγός του θέματος, ο Κωνσταντίνος Πασπαλάς. Ο Δρουγγάριος του στόλου και μετέπειτα Αυτοκράτορας, Ρωμανός Α’ ο Λακαπηνός το έτος 911 μ.Χ. χρημάτισε στρατηγός του θέματος της Σάμου, και έναν αιώνα αργότερα, το 1009 μ.Χ. η στρατηγία του θέματος ανατίθεται στον Κατεπάνω, δηλαδή στον πολιτικό και στρατιωτικό Διοικητή, Βασίλειο Μεσαρδονίτη.

Η Σάμος από τον 7ο μ.Χ. αιώνα και μέχρι την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1475 αντιμετώπισε πολλές μουσουλμανικές επιδρομές. Το 665/6 μ.Χ. μνημονεύεται η πρώτη αραβική επιδρομή. Δύο αιώνες αργότερα και συγκεκριμένα το έτος 892/3 μ.Χ. οι Άραβες καταλαμβάνουν τη Σάμο και αιχμαλωτίζουν το στρατηγό του θέματος, τον Πατρίκιο Κωνσταντίνο Πασπαλά.

Στο βίο του Οσίου Παύλου του Λατρηνού αναφέρεται ότι κατά την επιδρομή ‘Των υιών της Άγαρ” καταστράφηκαν από τους Άραβες τρεις Μοναστηριακές λαύρες του Κέρκη, στην επανασύσταση των οποίων πρωτοστάτησε ο Όσιος. Η τελευταία γνωστή αραβική επιδρομή πραγματοποιείται στο έτος 1027 μ.Χ., όταν στρατηγός του θέματος της Σάμου ήταν ο Γεώργιος Θεοδωροκάνος.

Την εποχή της βασιλείας του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, τον 11ο μ.Χ. αιώνα και πιθανότατα γύρω στο 1090 μ.Χ. έγινε η πρώτη τουρκική επιδρομή κατά της Σάμου από τον Σελτζούκο Εμίρη της Σμύρνης, τον πειρατή Τζαχά. Η ανακατάληψη του νησιού από το βυζαντινό ναύαρχο, τον Ιωάννη Δούκα, επιτεύχθηκε το έτος 1092 μ.Χ. Έπειτα από μια πενταετία (1097), ο βυζαντινός στόλος προσορμίστηκε στη Σάμο για επισκευές. Τα ασφαλή λιμάνια του νησιού, η άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία και η επιτηδειότητα των Σαμίων στη ναυπηγική τέχνη είχαν καταστήσει τη Σάμο ναύσταθμο μοίρας του βυζαντινού στόλου.

Ο αραβομάχος στρατηγός και μετέπειτα Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος Β’ Φωκάς χρησιμοποίησε τη Σάμο ως βάση ανεφοδιασμού κατά την επιτυχημένη επιχείρηση για την ανακατάληψη της Κρήτης το 960/1 μ.Χ., η οποία το 824 μ.Χ. είχε κατακτηθεί από τους Άραβες. Μια επιγραφή στο δυτικό πύργο του Κάστρου του Πυθαγορείου του έτους 969 μ.Χ. μαρτυρεί την επισκευή του οχυρού.

Λίγο πριν από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 μ.Χ., οι Βενετοί εξασφαλίζουν την άδεια για ελεύθερο εμπόριο στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εγκαθιστούν εμπορικούς σταθμούς σε διάφορα λιμάνια, μεταξύ των οποίων και στη Σάμο.

Από το 1199 μ.Χ. και μέχρι το 1475 μ.Χ., η Σάμος βρίσκεται υπό την κατοχή άλλοτε των Βενετών και άλλοτε των Γενοβέζων.

Τα ελάχιστα σωζόμενα μέχρι σήμερα μνημεία της βυζαντινής περιόδου, τα πολύ περισσότερα εντοπισθέντα ερείπια ναών και οχυρωματικών έργων, καθώς και τα άλλα ευρήματα των αρχαιολογικών ερευνών, μας πείθουν ότι η Σάμος τόσο κατά την πρωτοχριστιανική εποχή, όσο και κατά τη βυζαντινή περίοδο αποτελούσε μια υπολογίσιμη για το διοικητικό κέντρο επαρχία της Αυτοκρατορίας, κυρίως για τη γεωγραφική της θέση, που την καθιστούσε ορμητήριο και βάση του βυζαντινού στόλου στις συχνές κατά θάλασσαν συγκρούσεις των Βυζαντινών με τους αλλόφυλους επιδρομείς.

Εκτός από τα ερείπια των Βασιλικών, που ήδη αναφέραμε, σώζονται υπολείμματα του Κάστρου του Λαζάρου, του Κάστρου της Λουλούδας, του Καστροβουνίου, του βυζαντινού τείχους γύρω από το νάίδριο του Προφήτη Ηλία στη διασταύρωση των δρόμων προς Καρλόβασι και Βουρλιώτες κοντά στον οικισμό Αυλάκια. Στο λόφο του Κάστρου του Λυκούργου Λογοθέτη στο Πυθαγόρειο υπήρχε βυζαντινό φρούριο που θα πρέπει να επανοχυρώθηκε στα χρόνια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Θεόφιλου, όπως φαίνεται από σωζόμενη επιγραφή που μνημονεύει το Δεσπότη Θεόφιλο και τη σύζυγο του, την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα.

Κτίσματα της ύστερης βυζαντινής εποχής είναι η πολύ καλά διατηρούμενη Εκκλησία της Μεταμορφώσεως στο ποτάμι Καρλοβάσου, μνημείο αξιόλογο της εποχής των Λασκαριδών Αυτοκρατόρων της Νίκαιας (1204-1261 μ.Χ.), ο Αγιος Γεώργιος Δρακαίων και η Παναγία η Μακρινή, οι τοιχογραφίες των οποίων χρονολογούνται γύρω στο 1300 μ.Χ.

Ας προστεθεί ακόμη ότι κατά τη βυζαντινή εποχή ακμάζει στη Σάμο η αγγειοπλαστική, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα και από το γεγονός ότι σαμιακά αγγεία χρησιμοποιούμενα για το διαμετακομιστικό εμπόριο έχουν εντοπισθεί σε πολλές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η κατάληψη της Σάμου από τους Τούρκους το 1475 μ.Χ. και ο φόβος των πειρατικών επιδρομών ανάγκασε τους περισσότερους κατοίκους να επιζητήσουν ασφαλέστερη διαμονή στη Χίο και σε πόλεις της έναντι της Σάμου μικρασιατικής περιοχής. Όσοι παρέμειναν στο νησί αποσύρθηκαν σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, αποκομμένοι από κάθε επαφή και επικοινωνία με τους κατοίκους των πλησιέστερων νησιών.

Πάντως, αρκετοί Μοναχοί θα πρέπει να διαβιούσαν την εποχή εκείνη στη Σάμο, γιατί διαφορετικά δεν δικαιολογείται η ίδρυση τόσο μεγάλων Μοναστηριών τις πρώτες μόλις δεκαετίες του επανεποικισμού της Σάμου το έτος 1572 μ.Χ.

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *