Παρασκευή , 26 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Αφιερώματα / Αμφίλυσος (Το ρέμα του Πύργου)

Αμφίλυσος (Το ρέμα του Πύργου)

Πάλι εντοπίσαμε θησαυρό στο μπλογκ του φίλου μας Γιώργου Βαρβάκη!

Σας παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο συμβουλεύοντας σας να μη χάσετε ούτε μια λέξη!

Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, (Αμερική 1940)
Στον Κοχύλη πιο πάνω από τα δίχαλα βράχια, καταμεσής στο νησί, αναβλύζουν από το πλευρό του Καρβούνη οι γάργαρες νερομάνες και κατεβαίνουν τον κατήφορο στη ρίζα του βουνού. Λιόβγαλμα, Αρβανίτες μεριά, άλλο κλωνάρι νερό από την πλάτη του βουνού πέφτει στο σχίσμα το βαθύ και στο δρόμο του ανταμώνονται τα δυο ρέματα και κάνουν το μεγάλο ρέμα του Πύργου, τον Αμφίλυσο. Σωστό, ολοχρονίς αστείρευτο ρέμα. Με χιλιάδες μικρά και μεγάλα κοντορέματα κι αμέτρητες νεροσυρμές και από τις δυο μεριές δυναμωμένο, τραβάει το δρόμο του, αιώνες κι αιώνες, πάντα αγέραστο και πάντα νέο.

Πότε απλόχωρα και πότε στριμωγμένο, κατεβαίνει ανάμεσα στα βουνά, χωρίζει το χωριό Πύργο στα δύο, περνάει το Ζάστανο το βαθύ, το ακαταμέτρητο, και στον Μπάλο πέφτει στην αγκαλιά της θάλασσας, της μάνας του.Ήμερο και καλό το καλοκαίρι, τέσσερις μύλους γυρίζει και αλέθει το σιτάρι, ποτίζει τα αμπέλια και τους κήπους και γράφει για να μη ξεχνιούνται οι αδικίες και κλεψιές που του κάνουν γειτόνοι πλεονέχτες. Τον χειμώνα, σαν πιάνουν οι βροχές οι δυνατές και οι ατέλειωτες, αγριεύουν τα μούτρα του, πληθαίνει και θολώνει τα νερό του και αρχίζουν οι θυμοί και τα μουγκρητά του. Φουσκώνει και αφρίζει και χιμάει να σπάσει τα δεσμά, να πλημμυρίσει να τα πνίξει όλα. Παίρνει από μπρος, ό,τι βρει στο δρόμου του. Βράχοι κατρακυλούν και βροντούν στο βάθος, και δέντρα πελώρια, με τον κορμό τους κρυμμένο στο νερό και τα κλαριά να προεξέχουν σαν κατάρτια, κατεβαίνουν αράδα σαν ναυαγισμένα καράβια. Και καθώς πέφτει καταρράκτης η βροχή, μπουρίνι στο μπουρίνι, και κατεβαίνουν στο ρέμα τα νερά από τα βουνά, δέκα ποδάρια ψηλός νερότοιχος μουγκρίζει και ορμάει να χαλάσει τον κόσμο. Τρίζουν τότε τα θεμέλια και τρέμουν του γεφυριού οι καμάρες.

Μαυρίλα πηχτή σκεπάζει το βουνό, και κατεβαίνει και απλώνεται παντού και σκοτεινιάζει ο κόσμος. Και πέφτει η βροχή συνέχεια. Θαρρείς πως ήρθαν τα συντέλεια. Νερό κατεβάζουν τα ρυάκια χωριού, τα αστραπόβροντα και τα μπουμπουνητά σμίγουν με τη βουή και τα μουγκρητά του ρεματιού και, καθώς αγναντεύεις από μια στράχα την κατεβασιά, κρύος φόβος πλακώνει την ψυχή και παγώνει το αίμα. Θαρρείς πως σταματάει άξαφνα ασάλευτο το νερό ή πως ανεβαίνει πίσω η κατεβασιά, και στριφογυρίζει ο κόσμος ολόγυρα και λες πως σε αρπάζει και σμίγεις και συ και χάνεσαι, ένα τίποτα μέσα στο σύμπαν. Και το νερό του θολό, πηχτό, σκοτεινό, ματωμένο. Είναι το αίμα και η σάρκα της γης, το χώμα το παχύ και το καρπερό της Σάμου, που μας θρέφει και ευφραίνει την ζωή μας.

Κάψανε τα δάση τα περήφανα και τα φημισμένα, ρημάξανε την πράσινη ομορφιά σου, Σάμο παινεμένη, η φωτιά και το τσεκούρι και το γίδι. Αφανίσανε το ριζόπλεγμα που σφιχτοδένει και συγκρατεί το χώμα με τη γη, και το στρώμα τα τσίγγανα που το σκεπάζει και το προφυλάσσει από την ορμή της βροχής. Και εύκολα τώρα, το σκάβουν και το σαρώνουν οι νεροποντές και το παίρνουν τα ρέματα και το κουβαλούνε στον πάτο της θάλασσας. Αν δε γίνει γρήγορα κανένα θαύμα, και δεν βάλουν μυαλό, να γίνει στρατός, «φίλοι του βουνού», και να φυτεύουν παντού πεύκα και έλατα, καστανιές, βελανιδιές και πουρνάρια, να ξαναντύσουν τα πλευρά σου και τις κορφές σου, Σάμο ζηλεμένη, θα καταντήσεις και συ, με χρόνια και με καιρούς, φαλακρό ξερονήσι. Πονάει η καρδιά να το συλλογιέμαι και να το λέω.

Σαν καλοσυνέψει ο καιρός και ξεθυμάνει ο θυμός του ο μεγάλος και κοπεί κάπως η συρμή του, μας δείχνει το καινούργιο μούτρο του το ρέμα. Βρίσκει τα παλιά σύνορα και τραβάει καινούργια, ολόισια συρμή. Βράχος πελώριος φερμένος ορθωμένος εδώ, τοίχοι πεσμένοι παρά εκεί, πιο πέρα θεόρατο δέντρο του βουνού γερμένο ανάμεσα στα πλατάνια και κούτσουρα παντού ξαφρισμένα, και καμιά φορά παρακάτω, ένας γέρικος γάιδαρος έχει τιναγμένα «τα πέταλα», σφηνωμένος μέσα σε διχαλοβραχιά, είναι ό,τι έχει κουβαλήσει μέσα στην ταραχή του.

Και όταν περάσουν οι μέρες και λιγοστέψει και ξεκαθαρίσει το νερό, αναρωτιούνται οι χωριανοί μου, περνιέται το ρέμα; Και ξυπολιούνται από εδώ μεριά και με τα παπούτσια στο χέρι και τον τροβά στον ώμο, δρασκελούν τις περασιές και περνούν καρσί. Ξαναφοράνε τα παπούτσια και ανεβαίνουν στους Κουμτσήδες, στους Μπαλήδες, στο Μουζάκι, να ειδούν τα κτήματα και τι ζημιά άραγε έκανε η νεροποντή.

Και όταν πλησιάζει το καλοκαιράκι και γλυκαίνουν οι μέρες, μπαίνει και το ρέμα πάλι στις μεγάλες χαρές του και στις δόξες του. Ανοίγουν από τις όχθες του τα πλατάνια και οι καρυδιές. Ανθίζουν το φλασκούνι, ο ζοχός και ο κουνιζός . Τα σιούτια σκύβουν να κρυφομιλήσουν στο νερό, και φοράνε τα χρυσά τους οι καμαρωτές πικροδάφνες και τα ασημένια τους οι λυγερές καναπίτσες . Σε λιγάκι ζωντανεύει το ρέμα από παντού. Βράζει και σαλεύει, και χορεύει ολόγυρα η νέα ζωή. Βγαίνουν περίπατο τα καβούρια, κυματοδρομίζει η νεροφίδα, κολυμπάνε κι παίζουν τα ψάρια στα βοθανάκια, και στα ρηχά οι φουσκοκοίληδες και μακρονούρηδες κεφαλάδες , που δεν πρόφτασαν ακόμα να γίνουν σωστά βαρθακούλια. Και από κάτω από τα βελουδένια μούσκλια, λογιών-λογιών μαμούδια αμέτρητα τρέχουν και πηδάνε και πέφτουν στο νερό και χορταίνουν την χαρά και το τραγούδι της ζωής. Και στην σκιά της ρεματιάς παραφυλάει ο γουρλομάτης κωλουβούτης . Χυμάει από ψηλά και δεξιά-ζερβά σαν φρενιασμένο αιμοβόρικο θεριό και χάφτει ο αχόρταγος και τρομερός κουνουποφάς. Μεγάλος ευεργέτης και φίλος ο κωλουβούτης.

Ο αχός και το βουητό του νερού, μουσικό τραγούδι τώρα, συνοδεύει τα βράδια τις ερωτικές καντάδες στις βαθρακιούνες , και του μονότονου παράπονο του γκιώνη, κιούουπ, κιούουπ… ΄Αφαντο ξωτικό, ίσκιος άπιαστος, μέσα στην νύχτα. Θέλεις να μάθεις και δεν ξέρεις αν έρχεται η φωνή από μπροστά σου ή από πίσω σου ή πανοκέφαλά σου από τον μεγάλο πλάτανο ή από την καρυδιά του Δασκαλάκη, ή από την κρέμαση, ή το ζουργιό του μύλου. Και δώστου σαν θρήνος, ή κορόιδεμα, κιούουπ…κιούουπ…

Τώρα στήνονται τα μπουγαδοχάρανα και αρχίζουν τις μοσχομυριστές μπουγάδες οι Πυργιώτισσες κοπέλες και οι νοικοκυράδες, και ασπρολογάει πανόραμα ο λόφος με τα απλωμένα χιονάτα σεντόνια. Τώρα τραβάει και τους μικρούς, σαν μαγνήτης το ρέμα. Δυο-δυο ή πολλοί μαζί ψάχνουν το ανοιχτό βιβλίο του Θεού και συλλαβίζουν τα μυστικά της πλάσης και του νόμου του κόσμου και της ζωής. Ερευνούν τα μυστικά του νερού και αγωνίζονται να γνωρίσουν από κοντά τα βότανα και τα ζωντανά της ρεματιάς, αβοήθητοι και ακαθοδήγητοι. Ως και τα σημάδια της περασμένης ζωής του ρεματιού δε τα λαθεύουν. Γεωλογία τοπική πάνε να νοήσουν. Και ο κόσμος τα μαλώνει και τα βρίζει και τα κράζει «ρεματάδες». Τόσο ξέρουν. Κλέβουν το φτυάρι και την τσάπα από το κατώι και με αρχηγό άξιο και πειθαρχία, πιάνουν και φαρδαίνουν και βαθαίνουν το βόθανο, για να χαίρονται καλύτερα το κολύμπι. Ύστερα από το κολύμπι, σαν γυρίζουν κατά το χωριό ρέμα-ρέμα, κυνηγούν φσυκάκια και κεφαλάδες. Αγαθό το ξανθό φσυκάκι και καλόβολο, αν πεις και ο πιο μπούφος ο κεφαλάς, σκύβει το κεφάλι του να μην τον πάρει η πέτρα στο κούτελο και δεν το κουνάει από τον τόπου του. Άλλο πράμα πάλι η σουσουράδα. Πας να τη ζυγώσεις από κοντά να της ρίξεις πέτρα, και σε παίρνει χαμπάρι από μακριά. Σε κοροϊδεύει και αλαργεύει πιο πολύ. Μήτε σε θηλιά, μήτε σε αντροβεργίδα , μήτε και σε ξόβεργα πιάνεται. Πονηρό πουλί.

Μπαίνοντας το φθινόπωρο, άλλα μεγαλεία βλέπει το ρέμα και μαρτυρεί. Τώρα στήνονται αράδα τα καζάνια και κουβαλούν οι χωριανοί από τα κιούπια και από τα πωλίμια , φτύνες και με βούργες πετσένιες το τσιπουροζούμι και καζανιάζουν και ξεκαζανιάζουν, και βγάζουν τη σούμα τη μυρωδάτη, μέρα και νύχτα, για να προφτάσουν τα τσίπουρα να μη ξινίσουν. Και τριγυρίζουν οι σουματζήδες, τάχα περαστικοί και κατεβάζουν τα αγκλάκια απανωτά και αραδιάζουν τις ευχές κομπολόι, ταιριαστές σε όποιο πρόσωπο και σε όποια περίπτωση φανταστείς. Τώρα πέφτουν και τα τσόνια κοπάδια στους κήπους και σκαλίζουν και ψάχνουν στα τσίπουρα για σκουλήκια και για σταφυλοκούκουτσα.

Αμφίλυσε, Ρέμα του Πύργου, θα αξιωθώ να τσαλαβουτήξω, ένα καλοκαίρι μέσα στα νεράκια σου, να αγναντέψω του Κόγια το βράχο, και να πιάσω το πετράδι στην πηγή της Κρύας Βρύσης;

στράχα = φυσικό σκέπαστρο
κουζινός = άγριο βότανο
σιούτια = βλάστηση μέσα στο νερό
καναπίτσα = λυγαριά
κεφαλάδες = γυρίνοι, μικροί βάτραχοι
κωλοβούτης = πουλί
βαθρακιούνες = βατραχίνες
ζουργιό = μεγάλη χοάνη που πέφτει το νερό
φσυκάκι = μικρό γρήγορο πουλί
αντροβεργίδα = ευλύγιστη βέργα
πωλίμια = στέρνα μικρή
φτύνες = στάμνες με μεγάλο στόμιο
βούργες = κατσικίσιο τομάρι
αγκλάκι = μικρό κέλυφος νεροκολοκύθας σε χρήση ποτηριού
τσόνια = σπουργίτια

(Το συγκλονιστικό αυτό κείμενο δημοσιεύτηκε από το Σταμάτη Σκούτα, στο Amfilissos club! Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, γιατρός, μετανάστης στην Αμερική από το 1930, το έγραψε το 1940!)

Οι φωτογραφίες που το συνοδεύουν είναι του αγαπημένου μου φίλου Γιάννη Μένεγα και είναι τραβηγμένες στη θέση “Ζάστανο” του Αμφίλυσου, λίγο πριν φτάσει το νερό στο Μπάλο και πέσει ” στην αγκαλιά της θάλασσας, της μάνας του” .

Ιστορία του ποταμού

Ο ποταμός Αμφίλυσος διαρρέει τη Νοτιοδυτική Σάμο: πηγάζει μερικά χλμ δυτικά του Πάνδροσσου, από την «Δεσπότη Βρύση» – τη βρύση του δεσπότη – όπως την ονομάζουν οι ντόπιοι και ενώνεται με άλλες πηγές, όπως αυτής του Κούτσι, της Φλεβίτσας και του Ζάστανου. Μετά το Ζάστανο, κινείται δυτικά διατρέχοντας την περιοχή της Φριγάδας και χύνεται στον Πάλο.

Το όνομα Αμφίλυσος προέρχεται από τη σύνθετη λέξη αμφί και ύλην. Αμφί σημαίνει από την μια και την άλλη μεριά, ενώ ύλην είναι η λάσπη. Συνεπώς ετυμολογικά, η ονομασία του ποταμού δηλώνει την μεταφορά της λάσπης από εδώ κι από εκεί, φαινόμενο που παρατηρήθηκε και από τους αρχαίους καθότι ενώ ο ποταμός ρέει προς τη δύση, το νερό φαίνεται να ρέει προς την ανατολή.

Εκτός από την ιστορικότητα του ονόματος του Αμφιλύσου, λίγα γνωρίζουμε για την περιοχή κατά την διάρκεια της αρχαιότητας. Σκόρπιες πληροφορίες, τοπωνύμια και παραδόσεις δηλώνουν ότι τα δύο αρχαία λιμάνια της περιοχής, αυτά του Πάλου και των Δριτσαρέικων, εξυπηρετούσαν ανάγκες θαλάσσιας μεταφοράς των τοπικών προϊόντων. Η ποικιλία των προϊόντων αυτών ξεκινούσε από την γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία έως τη ναυπηγική και την αγγειοπλαστική.

Κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα, όμως, τα κρούσματα πειρατείας στην περιοχή προκάλεσαν την σχεδόν ολοκληρωτική ερήμωση της τον 15ο αιώνα. Λίγα χρόνια μετά, όμως, το 1470 και με πρωτοβουλία του Κιλίτζ Αλί Πασά, το νησί επανακατοικήθηκε. Συνεπώς, κατά το 16ο αιώνα δημιουργήθηκαν όλα τα χωριά που διακρίνονται από την θάλασσα, μιας και ο φόβος των πειρατών πλέον εξέλειπε. Πιο συγκεκριμένα, ο φυσικός πλούτος της περιοχής του Αμφιλύσου σήμανε την άνθηση και δημιουργία των Κουμεΐκων, Σκουρεΐκων, Νεοχωρίου και των Σπαθαραίων.

Όντως, στις αρχές του 20ου αιώνα, η νοτιοδυτική Σάμος συγκέντρωσε τον υψηλότερο αριθμό κατοίκων στην ιστορία της. Ωστόσο, οι συχνές πυρκαγιές που πλήττουν την περιοχή, καθώς και οι έντονες, μη βιολογικής μορφής καλλιέργειες σε συνδυασμό με την εξοντωτικών ρυθμών αλιεία, έφθειραν τον φυσικό πλούτο.

Σήμερα, η περιοχή χαρακτηρίζεται κυρίως από μικρά παραδοσιακά χωριουδάκια που απειλούνται με ερήμωση λόγω της απομάκρυνσης των νεώτερων γενεών. Εξαίρεση αποτελεί το χωριό Πύργος ως το μεγαλύτερο της περιοχής, καθώς και οι παραθαλάσσιοι οικισμοί του Μπάλου και του Πεύκου που αγωνίζονται να μετατραπούν σε καλοκαιρινά θέρετρα αφού ελκύουν επισκέπτες κυρίως από την βορειοδυτική Ευρώπη και Έλληνες με καταγωγή από την περιοχή του Αμφιλύσου. Έτσι, παρά την ανακαίνιση αρκετών παλαιών οικισμάτων, ο αριθμός των κατοίκων των χωριών της περιοχής συνεχώς μειώνεται λόγω της μετανάστευσης, αστικοποίησης και της υπογεννητικότητας.

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …