Παρασκευή , 26 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Τα καπνεργοστάσια Σάμου και η συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή του Δήμου Σαμίων

Τα καπνεργοστάσια Σάμου και η συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή του Δήμου Σαμίων

Η πηγή για τα Καπνεργοστάσια Σάμου είναι τα πρακτικά του συνεδρίου: “Η πόλη της Σάμου. Φυσιογνωμία και εξέλιξη”

Γράφει ο Γιώργος Διακογιάννης

«Έχει την πικρότητα από το δηλητήριο της έχιδνας και τη γλυκύτητα από το σίελο του προφήτη Μωάμεθ».
Αυτή την πικρότητα και τη γλυκύτητα του καπνού γεύτηκε η πόλη μας αλλά και η ανατολική Σάμος γενικότερα για εκατό περίπου χρόνια.

Καπνοβιομηχανία ΣάμουΓια εκατό χρόνια περίπου η οικονομική ζωή της περιοχής μας, αλλά μαζί μ’ αυτή και η κοινωνική της ζωή, συνδέθηκε άρρηκτα με το προϊόν που λέγεται καπνός, και μάλιστα μ’ όλες τις φάσεις του: δηλαδή καλλιέργεια, παραγωγή, επεξεργασία, εμπόριο, σιγαροβιομηχανία, εξαγωγή.

Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα η φυλλοξήρα κατέστρεψε τα περισσότερα αμπέλια της Σάμου κι έτσι ο γεωργικός πληθυσμός της βρέθηκε σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, αφού το κρασί ήταν το κυρίαρχο προϊόν. Οι Σαμιώτες ψάχνουν τότε να βρουν λύσεις να επιβιώσουν με διάφορα άλλα προϊόντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τοπικές εφημερίδες της εποχής φιλοξενούν άρθρα στα οποία προτείνονται διάφοροι τρόποι για να ζήσουν (ζώα, λαχανικά, κουκούλια, μέλισσες, δαμάσκηνα, κ.ά.).

Συγχρόνως όμως αρχίζει δειλά δειλά η καλλιέργιεα του καπνού, που σαν μονοετές φυτό δίνει γρήγορα παραγωγή και χρήματα.

Στο βιβλίο του συμπολίτη μας κ. Μανώλη Νικολαΐδη αναφέρεται πως ο Αλέξανδρος Πασχάλης μπορεί να θεωρηθεί ότι γύρω στο 1880 άρχισε μια πρώτη καλλιέργεια καπνού για τον εαυτό του, δηλαδή για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων σ’ ένα μικρό μαγαζί που είχε κάπου στο κέντρο της πόλης μας. Η δουλειά φαίνεται πως πήγε καλά και η καλλιέργεια καπνού άρχισε να διαδίδεται.

Με κυρίαρχο τον Αλέξανδρο Πασχάλη, γνωστό βέβαια σαν μεγάλο ευεργέτη της Σάμου αργότερα, αναπτύχθηκε η επεξεργασία του καπνού, με αποτέλεσμα να παράγονται χειροποίητα τσιγάρα και να έχουμε κάθετη, όπως λέμε σήμερα, εκμετάλλευση του προϊόντος. Τον Σεπτέμβριο του 1905 τοποθετείται ο θεμέλιος λίθος, δίπλα στο Τελωνείο, του σιγαροβιομηχανικού κτιρίου Πασχάλη. Συγχρόνως αναπτύσσονται οι σιγαροβιομηχανίες των αδελφών Καραθανάση στα γνωστά κτίρια πίσω από τον Άγιο Νικόλαο. Από το 1895 αναφέρεται το καπνεργοστάσιο Κ. Στεφάνου, ως προμηθευτή της Α.Β.Τ. του διαδόχου Κωνσταντίνου (κοντά στο σημερινό γηροκομείο).

Η παλιά καπναποθήκηΕπίσης αναφέρεται ο εργοστασιάρχης Κ. Παπαδόπουλος με εγκαταστάσεις στο πρώην εργοστάσιο Κ. Γιοκαρίνη, ο Εμμανουήλ Βαφειάδης «εντός της Κεντρικής Πλατείας και άνωθεν καφενείου Μανιάτου», στον δε τοπικόν τύπο τον Οκτώβριο του 1905 υπάρχει ανακοίνωση για σύσταση Εμπορικής Ομόρρυθμης Εταιρείας Δ. Σούτος και Υιοί «ασχοληθησομένην εις τα καπνά και παν είδος εμπορικής επιχειρήσεως». Επίσης αναφέρονται τα σιγαρέτα και τα καπνά Περδίκη.

Επειδή το λιμάνι της Σάμου ήταν κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, με ηγεμονικό καθεστώς βέβαια, μεγάλος αριθμός πλοίων περνούσε από δω. Με τα πλοία αυτά το σαμιώτικο τσιγάρο έφτασε κυριολεκτικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης (Ευρώπη, Αμερική, Άπω Ανατολή, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία).

Η καπνοκαλλιέργεια στη Σάμο αναπτύσσεται αλλά ενισχύεται και με εισαγωγή καπνών από περιοχές της Μ. Ασίας και μακρύτερα (ο Στέφανος Στεφάνου το 1905 έφερε περσικά τουμπέκια σε σάκους). Η οικονομική ακμή του τόπου είναι μεγάλη. Όμως η σιγαροβιομηχανία αναπτύσσεται παγκόσμια με άλματα, εκβιομηχανίζεται. Η Σάμος δεν μπορεί να ακολουθήσει. Τα προβλήματα της μεταφοράς και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος χειροτερεύουν την κατάσταση. Η σαμιακή σιγαροβιομηχανία σιγά σιγά καταρρέει. Έτσι ενώ η καπνοκαλλιέργεια είχε αναπτυχθεί πολύ, οι σιγαροβιομηχανίες άρχισαν να μην μπορούν να απορροφήσουν τις ποσότητες που έβγαζαν οι γεωργοί.

Έκαναν τότε την εμφάνισή τους διάφορα μικρά καπνομάγαζα, όπως συνηθίστηκε να λέγονται, διάφορων μικρών καπνεμπόρων όπως του Με- ταξά, του Γ. Χαρίτσου, του Λάμπρου Τσακμάκα, του Στέλιου Βασιλειά, του Δημήτρη Χατζησπύρου, του Γ. Σειρλή και άλλων στο Βαθύ αλλά και στους Μυτιληνιούς και στο Κοκκάρι.

Αυτοί οι μικροκαπνέμποροι αγοράζουν από τους παραγωγούς δέματα καπνού, δηλ. τα αποξηραμένα φύλλα της καπνουλιάς σε αρμαθοδέματα, τα επεξεργάζονται εμπορικά, δηλαδή κάνουν δέματα με διαλογή των φύλλων κατά ποιότητα ή μέγεθος και τα μεταπωλούν σε μεγαλέμπορους εκτός Σάμου καθώς και σε γραφεία ξένων εταιρειών που εδρεύουν στο νησί.

Καπναποθήκη

Ο καπνός πια σαν εμπορικό δέμα ταξιδεύει έξω από τη Σάμο για να πάει στις ήδη μεγάλες σιγαροβιομηχανίες του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας αλλά και του εξωτερικού. Ο καπνός και πάλι στη Σάμο κάνει τον κύκλο του και απασχολεί σαν καλλιέργεια ολόκληρο το δυναμικό της αγροτικής οικογένειας αλλά και αρκετό εργατικό προσωπικό στα πολλά μικρά καπνομάγαζα.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1910 εμφανίζεται δυναμικά ένας μικρόσωμος δημοδιδάσκαλος, ο Γεώργιος Δ. Σούτος, ο οποίος όπως είδαμε προηγούμενα, είχε δημιουργήσει με τον πατέρα του Εμπορική Ομόρρυθμη Εταιρεία.

Γίνεται αντιπρόσωπος της Αμερικανικής Εταιρείας καπνών «Glenn Tobacco Company”, που συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα, με την επωνυμία «Reinolds Tobacco Company και η οποία παράγει τα γνωστά τσιγάρα Camel Winston Salem κ.ά. Πρώτο του γραφείο-μαγαζί το κτίριο που στεγάζεται σήμερα η Εμπορική Τράπεζα, με σημερινή ιδιοκτήτρια την κ. Βάνθα Μαύρου, κόρη του Γεωργίου Σούτου.

Η Μικρασιατική Καταστροφή φέρνει στο νησί χιλιάδες πρόσφυγες αλλά και μεγάλες ξένες καπνεμπορικές εταιρείες από τη Σμύρνη. Το προσφυγικό στοιχείο, δυναμικό και έμπειρο, μπαίνει στην καπνοκαλλιέργεια αλλά και στην εμπορική επεξεργασία του καπνού.

Η Σάμος καθιερώνεται σαν κέντρο επεξεργασίας καπνού και κτίζονται μεγάλες καπναποθήκες. Ο τοπικός τύπος, στις 30 Ιουλίου 1923, αναφέρει: «τελειώνουν αι αποθήκαι καπνών που ανεγείρουν αι δύο μεγάλαι αμερικανικαί εταιρείαι. Αρχίζει και η ανέγερση τρίτης αποθήκης αδελφών Δ. Σούτου. Εις τας αποθήκας ταύτας θα γίνεται επεξεργασία χιλιάδων δεμάτων καπνού παραγομένων ενταύθα ή μεταφερομένων εξ άλλων μερών. Το πράγμα είναι ευχάριστον διά τον τόπον μας, ο οποίος έχει να αποκομίσει μεγάλα οφέλη».

Στο τέλος του 1923 τελειώνει η μεγάλη καπναποθήκη, κοντά στο Δικαστήριο, του παγκοσμίου φήμης καπνεμπορικού οίκου «Herman Spierer». «Μέγεθος, στερεότητα, ευρυθμία, πλούτος υλικών, ευκολίας, είναι περηφανές κτίριον δι’ ολόκληρον την ανατολήν. Απέραντοι αίθουσες όπου μπορούν να εργασθούν άνω των 500 κορασίων», σημειώνει η εφημερίδα Αιγαίον της εποχής. Αρχιτέκτονας της αποθήκης ο Γάλλος Ντιπρέ.

Την ίδια εποχή τελειώνει και η καπναποθήκη Αφων Λουί-Μαρκ κοντά στο Β’ Γυμνάσιο, που είναι το γνωστό κτίριο, το οποίο έγινε στη διάρκεια του πολέμου φυλακή και τόπος βασανισμού των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Έκτοτε και μέχρι σήμερα παραμένει κατεστραμμένο. Το ίδιο και οι μικρότερες αποθήκες Νικολαρεΐζη και Συνεφιά.

ΚαπναποθήκηΑρχές του 1924 ανεγείρεται στην Τερψιθέα καπναποθήκη εκ των μεγαλυτέρων, με πέντε ορόφους, των αδελφών Σούτου, με εισαγωγή ξυλείας από Τεργέστη και Τσεχοσλοβακία, σε μεγάλη ποσότητα, απευθείας στη Σάμο, της οποίας το περίσσευμα από τις αποθήκες γίνεται και αντικείμενο εμπορίου. Είναι η περίοδος κατά την οποία εργάζονται στο Βαθύ της Σάμου σε οκτάμηνη βάση πάνω από 2000 κορίτσια (καπνεργάτριες) και σε συνεχή εργασία πάνω από 500 άνδρες (στιβαδόροι, κ.ά.). Η παραγωγή της Σάμου την εποχή αυτή ξεπερνάει κάθε χρόνο το ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες οκάδες, με εισόδημα παραγωγών να ξεπερνάει τα 150.000.000 δραχμές της εποχής εκείνης. Επιπλέον χρήματα εισρέουν και από την επεξεργασία.

Ιδρύεται ο Καπνεμπορικός Σύλλογος Σάμου που γίνεται κυριότατος πλουτοπαραγωγικός παράγοντας. Στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων πρωτοπορεί το Ταμείο Ασφαλίσεως Καπνεργατών (ΤΑΚ). Δημιουργούνται σύλλογοι, καπνεργατών που γίνονται οδηγοί του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων. Στον τοπικό τύπο το 1924 δημοσιεύεται διαμαρτυρία Σαμιώτη της Αμερικής ότι τα εργοστάσια «Reynolds» στο «WinstonSalem» που παράγουν 100.000.000 τσιγάρα την ημέρα και εισάγουν μεγάλες ποσότητες καπνών από τη Σάμο, κύρια από το καπνεργοστάσιο του Σούτου, τα λένε «τουρκικά» και όχι «ελληνικά».

Έρχονται καπνά πάλι και από άλλα μέρη της Ελλάδας. Στον τοπικό τύπο δημοσιεύεται αγγελία ότι το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη Χίο βγάζει σε πλειστηριασμό 100.000 οκάδες καπνού του καπνέμπορου Στυλιανού Σάλταρη, πράγμα που δείχνει το ενδιαφέρον να αγοραστούν τα καπνά στη Σάμο. Η ακμή είναι μεγάλη, η δραστηριότητα των καπναποθηκών ενισχύει όλες τις άλλες δραστηριότητες (εμπορικές, επαγγελματικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές). Γράφει στο σημείωμά του ο φίλος κ. Γιάννης Γεωργιάδης: “Θυμάμαι τα τελευταία προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χρόνια ολόκληρη η περιφέρεια της Ανατολικής Σάμου να βρίσκεται σε πρωτοφανή, στην ιστορία της, οικονομικό οργασμό. Το πρωί και το βράδυ, γέμιζαν οι δρόμοι του Βαθιού από εργατόκοσμο, που πήγαινε ή έρχονταν από τις δουλειές του. Τα κάθε είδους μαγαζιά γεμάτα. Οι δρόμοι αδιάκοπα πλημμυρισμένοι από κόσμο, οι γειτονιές ζωντανές και πολυάνθρωπες. Ένιωθες παντού γύρω σου τη ζωή, τη δράση, τη ζωντάνια. Τα παραλιακά ουζάδικα, τα ζαχαροπλαστεία της πλατείας, τα ταβερνάκια που άρχιζαν από το Καλάμι και τέλειωναν στο Μαλαγάρι. Ακόμα και ο κόλπος του Βαθιού ήταν γεμάτος από κάθε λογής βάρκες, με πανιά ή με κουπιά, άλλες που έκαναν συγκοινωνία με κόμιστρο, Μουράγιο-Μαλαγάρι.

«Άλλες που κυκλοφορούσαν για την ψυχαγωγία των ιδιοκτητών και των φίλων τους. Yπήρχαν ακόμα οι βάρκες λιμουζίνες των πλουσίων, με έμμισθους καπεταναίους. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων ήταν ένα: μέσα απ’ αυτές αντηχούσαν τραγούδια, κιθάρες, γέλια, χαρές. Το Βαθύ ήταν πράγματι μια χαρούμενη, ευτυχισμένη και πολιτισμένη πόλη».

ΚαπνεργοστάσιοΣτις 18-1-1937 εκδίδεται οικοδομική άδεια για ανέγερση αποθήκης πενταώροφης ιδιοκτησίας Γ. Σούτου. Είναι η δεύτερη από τις δύο δίδυμες, καθώς και το πίσω παράρτημα, που κατασκευάζονται πια με οπλισμένο σκυρόδεμα, πρωτοπόρο για την εποχή του στο Αιγαίο κτίριο, οπότε και ο καπνέμπορος αυτός γίνεται ο μεγάλος κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Συγχρόνως με την οικοδομική άδεια της 27-5-1937 ανεγείρεται αποθήκη ημιτετραώροφη, ιδιοκτησίας Χριστόδουλου Σούτου, αδελφού του προηγούμενου (σήμερα ξενοδοχείο στην πλατεία Αγ. Νικολάου). Η μεγάλη αυτή ακμή όμως έχει και τα προβλήματά της. Στον τοπικό τύπο βλέπει κανείς και την άλλη πλευρά του νομίσματος: 10 Νοεμβρίου 1923: οι καπνέμποροι δίνουν τιμή 80 δρχ. την οκά, οι γεωργοί δεν πουλάνε, περιμένοντας καλύτερη τιμή. Στο μεθεπόμενο φύλλο της εφημερίδας αναφέρεται ότι η αγορά άρχισε μ’ αυτή την τιμή. Οι αγρότες υπέκυψαν στους δυνατούς καπνεμπόρους, αφού έπρεπε να πληρώσουν το τεφτέρι του μπακάλη, να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.

14 Οκτωβρίου 1924: «η απραξία επί των καπνών κρατεί εις στενόχωρον θέσιν όχι μόνον τους γεωργούς, αλλά και όλας τας κοινωνικάς τάξεις, δεδομένου ότι εκ της πωλήσεως κομίζονται τα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά εις τον τόπον μας».

Σε άλλο φύλλο εφημερίδας το 1925 αναφέρεται: «Η 10ωρη εργασία των εργατών και εργατριών καπνού δημιουργεί κρούσματα φυματίωσης -αμείβονται ανεπαρκώς- ημερομίσθια 7-12 δραχμές· τρώνε ψωμί και ελιά και στη βαριά αυτή εργασία φθείρουν την υγείαν των».

Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1930: Ο καπνέμπορος Σούτος πηγαίνει με τα πόδια από το λιμάνι στο σπίτι του που βρίσκεται στη θέση που είναι σήμερα το εστιατόριο Κούρος. Από το σπίτι Πλουμά αρχίζει κι από τις δυο πλευρές του δρόμου μια αλυσίδα ανθρώπων που τον περιμένουν για να τους δώσει χαρτζιλίκι για τις γιορτές. Ο νεαρός τότε πατέρας μου, με μια τσάντα στο χέρι, δίνει χαρτονομίσματα στο Σούτο, ο οποίος τα μοιράζει στους φτωχούς αυτούς συμπατριώτες μας. Μπροστά στο σπίτι του τον περιμένει η ορχήστρα «Καλτάκηδες», οι οποίοι του παίζουν τα κάλαντα και στη συνέχεια τον ύμνο του Βενιζέλου. Ο Σούτος ενθουσιάζεται και φωνάζει: «Αλέξανδρε, δώσε όλα τα υπόλοιπα λεφτά στα παιδιά». Αυτό γινόταν κάθε χρόνο.

Και ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα καπνοχώραφα έγιναν κτήματα με είδη διατροφής για να αντιμετωπιστεί η πείνα. Στη συνέχεια ο Εμφύλιος. Γύρω στο 1950 η παραγωγή των καπνών έχει πέσει στο 15% της προπολεμικής. Όμως το αντικείμενο συνεχίζει την πορεία του. Κάθε χρόνο τον Δεκέμβριο έρχεται στο λιμάνι ένα μεγάλο αμερικάνικο λίμπερτι και φορτώνει δέματα καπνού. Για μια βδομάδα επιστρατεύονται κάρα, φορτηγά της εποχής και μαούνες που τα μεταφέρουν από την αποβάθρα στο βαπόρι που στέκεται φυσικά αρόδο. Οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες κύρια από τα Προσφυγικά, από το Άνω Βαθύ, το Παλιόκαστρο αλλά και άλλα κοντινά χωριά, δουλεύουν έξι μήνες το χρόνο. Στα καλύβια των εξοχών το κιίντισμα των φύλλων καπνού πάει κι έρχεται. Οι μεσίτες Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο, γυρίζουν τα χωριά για να κάνουν τις αγορές των καπνών. Στην καπναποθήκη Σούτου δουλεύουν και 400 άτομα.

Καπνοβιομηχανία ΣάμουΌμως η πορεία είναι πτωτική. Η Σάμος αδειάζει από το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού. Μέχρι το 1960 το ενδιαφέρον υπάρχει ακόμα. Εξακολουθούν να μεταφέρονται καπνά για επεξεργασία από τη Χίο και τη Μυτιλήνη στη Σάμο. Εκτός από το καπνεμπόριο Σούτου, δουλεύουν για λίγο στη Σάμο και οι εταιρείες της Θεσσαλονίκης «Βοεβόδας» και «Αυστροελληνική».

Δεκαετία του 1960. Τα καπνά στη Σάμο σβήνουν. Οι εργαζόμενοι, μεγάλοι πια, συνταξιοδοτούνται ή εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Οι αποθήκες, οι μεγαλοπρεπείς καπναποθήκες του μεσοπολέμου, αρχίζουν να ερειπώνονται.

Είχε περάσει ένας αιώνας περίπου που η Σάμος είχε γευτεί πραγματικά και τη γλυκύτητα του καπνού αλλά και την πίκρα του..

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *