Σάββατο , 27 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Η ερημωμένη Σάμο

Η ερημωμένη Σάμο

Ή ερημωμένη Σάμο! Ένα μοιρολόϊ βγαλμένο από παλιά κείμενα στα οποία διατηρήσαμε τη γλώσσα όπως ακριβώς ήταν…

Τή Σάμο μπορεί νά τή ζωγραφίσει κανένας μέ τοΰτα τά δύο λόγια : Μεγαλοπρέπεια καί παλληκαριά. Μεγαλοπρέπεια στή φύση. Παλληκαριά στούς άνθρώπους.
Μέ τί νά τήν παρομοιάσω ; Νά τήν παρομοιάσω μ’ ένα θεόρατο καράβι π’ άρμενίζει μ’ όλα τά πανιά κι’ ο φουρτουνιασμένος αγέρας σφυρίζει άνάμεσα στά ξάρτια του;
Σάν κατεβαίνει ό άγριος βοριάς άπό τ’ άντικρυνά βουνά της ’Ανατολής, βογγά όλάκερη ή Σάμο. Βουνά παλληκαρόβουνα στέκουνται άπό πάνω άπό τό φουρτουνιασμένο πέλαγο, σάν κάστρα πού φτάνουνε ίσαμε τόν ούρανό, σκισμένα άπό φαράγγια καί γκρεμνούς, γεμάτα σπηλιές καί καταβόθρες. Μυριάδες δέντρα σιουνται καί βουίζουνε άναμαλιασμένα κι’ ή βουή τους άνακατεύεται μέ τό βόγγο τής θάλασσας, θαρρείς πώς ή Σάμο βγήκε άξαφνα άπό τήν άβυσσο καί στάζει άκόμα θαλασσινό νερό, λές κι’ είνε τυλιγμένη μέ μούσκλια καί μέ φύκια. Κι’ όπως τή χτυπά ό άγέρας, σάν νά μετατοπίζεται άπάνω στά κύματα κι’ άρμενίζει, άμπώχνοντας τά θυμωμένα νερά. Ψηλά, άποπάνω άπό τό νησί, τρέχουνε μέ βία τά σύνεφα κατά τή νοτιά, καί βλέπεις τό νησί όλάκερο νά τρέχει κατά τόν βοριά, ένα πράγμα μεγαλοπρεπέστατο.
Τό πέλαγο άχολογά άπό τά βελάσματα πού βγάζουνε τ’ άσπρα πρόβατα τοΰ γέρο – βοριά, κεί πού τά σαλαγά κατεβαίνοντας άπό τήν άντικρυνή στεριά, πούνε τυλιγμένη στήν άντάρα. ’Εκεί πέρα είνε ή μεγάλη στεριά τής ’Ανατολής, ή μάνα τοΰ κόσμου.
Κατά κεί βρίσκουνται οί ξακουσμένες κόρες της, ή Έφεσος, ή Μαγνησία, οί Τράλλεις, κι’ άλλα μέρη άρχαία καί δοξασμένα. Πιό παρακάτω, κατά τό μέρος πού βγαίνει ο ήλιος, στέκεται τό Καπλάν – ντάγ, πού θά πεί Λιονταροβοΰνι καί τό Σαμσούν – ντάγ, βουνά άγρια καί δασωμένα, πού μέσα στά ρουμάνια τους φωλιάζουνε άγρίμια καί καπλάνια. Νοτινώτερα βγαίνει βαθειά μέσα στή θάλασσα ή μύτη τής Μυκάλης, άπ’ όπου φωνάζει πετεινός κι’ άκούγεται στή Σάμο. Παρακάτω βρισκότανε ή κοσμοξάκουστη Μίλητο, μάνα πού γέννησε όγδόντα κόρες, (Ή Μίλητο: έχτισε 80 αποικίες) μά τώρα είνε ένας σωρός άπό πέτρες.
’Εκεί κατεβαίνει ίδιο φίδι χιλιοστριμένο τό ποτάμι πού τό λέγανε στ’ άρχαία Μαίανδρο, τούρκικα Μπουγιούκ – Μεντερές.
Έχει πέρα βρίσκεται μιά λίμνη άρμυρή, λεγάμενη Μπαστάρδα θάλασσα, κ’ έχει μέσα ένα σωρό ξωτικά νησάκια, μέ μοναστήρια καί μ’ αρχαίες έκκλησιές, όλα ρεπιασμένα καί στοιχειωμένα, παρατημένα στήν άλησμονιά. ’Από πάνω στέκεται ο Λάτμος, ένα άπόγκρεμνο βουνό, άγιασμένο άπό τά μοναστήρια πού το στολίζανε τον παλιόν καιρό, για τούτο οί Χριστιανοί το λέγανε Λάτρο.
Φέρνοντας γύρα τή Σάμο άπό Νοτιά, άφήνουμε τή στεριά, κι’ άρμενίζουμε στή θάλασσα. Νά τά νησάκια τά λεγάμενα Λειψώ, Άρκοί. Νά ή αγιασμένη Πάτμο. Νά καί κάποια άλλα νησόπουλα πού τά λένε Φούρνοι. Έκεΐ πέρα φωλιάζανε οί κουρσάροι. Νά κ’ ή Νικαριά, ή μικρώτερη άδελφή τής Σάμος, άγριόβραχη κι’ άνεμοδαρμένη.
Τούτες οί στεργιές καί τούτα τά νησιά, τούτα τά θεόχτιστα βουνά καί τούτες οί αρχαίες πολιτείες περιζώνουνε τήν άντρειωμένη Σάμο, σάν νάνε βασίλισσα, σά νά τήν τραγουδάνε.
Μάνα της είνε ή μεγάλη στεριά τής ’Ανατολής. Απάνω της είνε κολλημένη, όπως είνε το μωρό στό βυζί τής μάνας του. Τά βουνά της, τά λαγκάδια της, τά γκρεμνά της, οί σπηλιές, τά μοσκοβολημένα δέντρα της, οί κόρφοι κι’ οί κάβοι της, οί άκροθαλασσιές της, οί άνθρώποι της, όλα είνε σάν τής ’Ανατολής.
Ώ νησί ξεχωριστό άνάμεσα στά νησιά, πού είσαι γεμάτο μεγαλοπρέπεια καί μυστήριο. Γιατί είσαι μαραζωμένο καί μισορημαγμένο, έσύ πού έθρεψες δράκους κ’ άντρειωμένους, έσύ πού λαμποκοπούσες άλλη φορά σάν τό δαχτυλίδι τού ΙΙολυκράτη!
Γύρω σου κείτουνται πεθαμένες οί αδερφάδες σου, ή Έφεσος, ή Κολοφών, ή Μίλητος, ή ‘Ηράκλεια, ή ’Αλικαρνασσός, σαβανωμένες μέ τά λησμονάνθια. Καί στή μέση στέκεσαι έσύ σάν έπιτάφιο λουλουδισμένη καί μοσκοβολημένη σάν “Αγια Τράπεζα άλειτούργητη, βουβή, δίχως ψαλμουδίες, δίχως άρτοφόρι.
Ώ, γιατί ένας τέτοιος παράδεισος νά ρημάξει, σέ καιρό πού μαζεύουνται οί άνθρωποι σάν σμάρι σέ κάποιους τόπους άχαρους; Έ ρόδα τής ζωής γιατί νά μάς άδράχνει καί νά μάς σφεντονίζει όπου θέλει ή τυφλή μανία της;
Μά όπως κι άν είνε ή Σάμος, μέ τούς λίγους άνθρώπους πού ζούνε απάνω της, έχει γιά μένα περισσότερη μεγαλοπρέπεια, σάν νάνε καμμιάν άρχόντισσα λιγομίλητη.
Χαΐρε, λοιπόν, Σάμος ακατάλυτη, παράδεισε θαλασσοτριγυρισμένε, κάστρο λουλουδισμένο, άντρειωμένη κόρη τής ‘Ανατολής, αγιασμένη Κιβωτό τής λευτεριάς. Καμμιά αντάρα δέ θά μπορέσει νά θαμπώσει τά κρούσταλά σου. Ποτές δέ θά μαραθεί ή αγέραστη έμορφιά σου. Γιατί είναι βλογημένη άπό Κείνον πού σ’ έπλασε καί σέ καταστόλισε.
Tόv καιρό τών Βυζαντινών κάθε λογής κουρσάροι, πειρατές καί Σαρακινοί ρημάξανε τουτες τις θάλασσες. ‘Η Σάμος ήτανε άκόμα τότε λιμάνι έπίσημο, της «Επαρχίας τών Νήσων». Τήν κυβερνούσανε καί τή «ρογιάζανε», στρατηγοί, πληρώνανε νοίκι στή Βασιλεύουσα κι’ άντισηκώνανε φόρους καί στρατό σά νάτανε χτήμα τους. Οί χρονογράφοι τήν όνοματίζουνε για τις συμφορές πού πέσανε άπάνω της, σεισμοί καί πείνες κι’ άρρώστιες.
“Ως τήν έποχή πού βασιλεύανε οί τελευταίοι Χριστιανοί Βασιληάδες τής Πόλης καί μέ τό χάσιμο τής Πόλης, ή Σάμο πια κατάντησε ένα ρημονήσι. Δέ φαίνουνται άνθρωποι στα χώματά της, δέν άκούγεται φωνή. Μονάχα ο άγέρας φυσά μές στα έρημα φαράγγια, τό κύμα χτυπά άπάνω στήν έρημη άκροθαλασσιά. Τά σπίτια γκρεμίσανε, οί δρόμοι χορταριάσανε, οί πολιτείες γενίκανε σά νεκροταφεία. Τάγρια δέντρα θεριεύουνε καί σκεπάζουνε τά βουνά καί τά λαγκάδια. Εκεί φωλιάζουνε ένα σωρό άγρίμια πού περνούσανε άπ’ τήν ’Ανατολή, λεοπάρδαλοι, τσακάλια, λύκοι, ούγενες. άγριογούρουνα κι’ όρνια λογιών – λογιών. Οί σκόρπιοι άνθρωποι μένουνε κρυμμένοι στά δάση καί στά βουνά, δέν καλλιεργούνε χωράφια, δέν έχουνε κατοικίες, τρώνε ότι βρίσκουνε, δέν έχουνε θέση μέσα στόν κόσμο.

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …