Παρασκευή , 26 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Χώρα Σάμου: Ιστορική και λαογραφική γνωριμία με μια νησιωτική πρωτεύουσα

Χώρα Σάμου: Ιστορική και λαογραφική γνωριμία με μια νησιωτική πρωτεύουσα

(Κείμενο του κ. Μανώλη Βαρβούνη από το περιοδικό “Απόπλους”)

Η Χώρα βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Σάμου, στην άκρη ενός κάμπου, που ορίζεται στα βόρεια από μικρό ύψωμα και στα νότια από την ακτογραμμή. Κοντά της βρίσκεται επίσης το Πυθαγόρειο, το παλιότερα ονομαζόμενο Τηγάνι (από το Dogane: τελωνείο), που είναι χτισμένο πάνω στα ερείπια της αρχαίας και βυζαντινής πρωτεύουσας του νησιού.

Το Τηγάνι υπήρξε στα νεότερα χρόνια επίνειο της Χώρας, αυξήθηκε οικιστικά μετά τη μικρασιατική καταστροφή από προσφυγικούς πληθυσμούς, και σήμερα είναι μεγάλη κωμόπολη, που υπήρξε μάλιστα και έδρα ενός από τους καποδιστριακούς δήμους του νησιού.

Για τη γνωριμία του χωριού, χρειάζεται να περπατήσει ο επισκέπτης στα δρομάκια του, ανεβαίνοντας πάντα, ώσπου να φτάσει στο παρεκκλήσι του προφήτη Ηλία, στο βόρειο μέρος, όπου σήμερα το οστεοφυλάκιο του χωριού, και απ’ όπου η θέα στο κάμπο της Χώρας και στο αεροδρόμιο, στο Ποτοκάκι, στο Πυθαγόρειο, στον Ηραίτη κόλπο ως και το αρχαϊκό ιερό της θεάς Ήρας, την λεγάμενη Κολώνα λόγω του μοναδικού κίονα του αρχαίου ναού που σώζεται ακόμη στη θέση του, είναι πραγματικά συγκλονιστική.

Η γενικότερη οικιστική και πολεοδομική διάταξη του χωριού υποδεικνύει ότι οι πρώτοι οικιστές του, στα τέλη του 16ου αιώνα, πρέπει να ξεκίνησαν από το ύψωμα που δεσπόζει του σημερινού χωριού και αποτελεί τη γειτονιά του Βράχου, γύρω και δίπλα από το ναό του αγίου Δημητρίου, τον αρχαιότερο ενοριακό ναό της Σάμου. Η θέση αυτή παρείχε τόσο δυνατότητα για επίβλεψη της παραλίας και εντοπισμό τυχόν πειρατικών αποβάσεων, όσο και ερείσματα για την οργάνωση μιας στοιχειώδους άμυνας έναντι παρόμοιων επιδρομών. Το τμήμα από τον απότομο βράχο ως και το παρεκκλήσι του προφήτη Ηλία αποτελεί το αρχαιότερο και καθαρώς μεταβυζαντινό τμήμα του χωριού.

Από την άλλη πλευρά, η ανάμειξη αρχαίων και βυζαντινών αρχιτεκτονικών και διακοσμητικών μορφών, μεταβυζαντινών τρόπων οργάνωσης του χώρου και οίκησης αλλά και νεότερων και σύγχρονων οικιστικών επιλογών καθιστά τη Χώρα ένα πραγματικό ζωντανό υπαίθριο μουσείο της ιστορικής και διαχρονικής πορείας και εξέλιξης του νησιού. Η αίσθηση αυτή και η απροσδόκητη συχνά συνάντηση με το απώτερο ιστορικό παρελθόν είναι το μεγαλύτερο κέρδος που θα αποκομίσει ο επισκέπτης, ο οποίος θα ανηφορίσει από τον ασφαλτοστρωμένο επαρχιακό δρόμο προς τις γειτονιές της Χώρας, και θα θελήσει να τις εξερευνήσει, με βάση ίσως και όσα γράφονται στη μετά χείρας έκδοση.

Παραλλήλως, θα πρέπει να πούμε ότι κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες ένα νέο χωριό έχει χτιστεί προς τον κάμπο, καθώς η Χώρα αποτελεί πόλο έλξης κατοίκων από τα γύρω ορεινά χωριά της περιοχής, και ο αυξανόμενος πληθυσμός της αντανακλάται στις νέες αυτές γειτονιές με νεόκτιστες κατοικίες, καθώς και στα πολλά εμπορικά και άλλα καταστήματα, που την καθιστούν μια αναπτυσσόμενη αγορά, στα πλαίσια βεβαίως της σαμιακής οικονομίας.

Σύμφωνα με τον Επαμεινώνδα Σταματιάδη, τον βασικό ιστορικό της Σάμου, ο λόφος στον οποίο το χωριό έχει αμφιθεατρικά χτιστεί καλυπτόταν παλαιότερα από προαιώνια δάση, τα οποία οι κάτοικοι έκαψαν, για να γλιτώσουν από τις αγγαρείες στις οποίες τους υπέβαλαν οι οθωμανικές αρχές, δεδομένου ότι τους υποχρέωναν να κόβουν τους κορμούς και να τους μεταφέρουν στην παραλία, για τυχόν επισκευές πλοίων του οθωμανικού στόλου.

Η Χώρα χτίστηκε μετά την επαναπύκνωση του πληθυσμού της Σάμου, στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, αμέσως μετά τους Μύλους, την πρώτη και για μικρό χρονικό διάστημα πρωτεύουσα της Σάμου μετά την αραίωση του πληθυσμού. Οι Μύλοι υπήρξαν ο πρώτος συνοικισμός τον οποίο έχτισε ο Νικόλαος Σαρακίνης, ο Πάτμιος πλοηγός του οθωμανικού στόλου που οδήγησε στα παράλια της Σάμου τον Κιλίτζ Αλή πασά, και φιλοδωρήθηκε από εκείνον με την μεγάλη έκταση στον κάμπο του Ηραίου, η οποία σήμερα αποτελεί το πατμιακό μετόχι του Πύργου ή της Κολώνας, εποικίζοντάς τον με συμπατριώτες του Πάτμιους. Καθώς βρισκόταν κοντά στην αρχαία και βυζαντινή πρωτεύουσα του νησιού, από τα ερείπια της οποίας κατά κύριο λόγο είχε χτιστεί, αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα, ως και το 1854, οπότε ο Ηγεμόνας της Σάμου Ιωάννης Γκίκας μετέφερε την πρωτεύουσα στον τότε Λιμένα Βαθέος, τη σημερινή πόλη της Σάμου. Εδώ κατοικούσαν ο Οθωμανός καδής με μικρή φρουρά, ο Αρχιεπίσκοπος Σάμου και Ικαρίας και εδώ ήταν το διοικητικό κέντρο όλης της Σάμου.

Το 1886, κατά την μαρτυρία του Επ. Σταματιάδη, η Χώρα είχε 352 σπίτια με 1365 κατοίκους και 4 ενοριακούς ναούς, ήταν δε σε οικονομική και πλη- θυσμιακή παρακμή, μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού. Στο χωριό σώζεται, εκτός των άλλων, και μία μνημειώδης βρύση με οθωμανική επιγραφή, η οποία αναγράφει ότι την έχτισε ο βοεβόδας της Σάμου Μεχμέτ Σαήτ το έτος 1793 (έτος εγίρας: 1208). Οι κάτοικοι ονομάζουν την βρύση αυτή με το χαρακτηριστικό όνομα «Καδής».
Χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας του χωριού ως διοικητικού κέντρου ολόκληρης της Σάμου είναι το γεγονός ότι όπως μας πληροφορεί ο Αρχιεπίσκοπος Σάμου Ιωσήφ Γεωργειρήνης, στη Χώρα υπήρχε μικρό μουσουλμανικό τέμενος για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών της μικρής στρατιωτικής φρουράς που έδρευε εδώ, το οποίο κατέστρεψαν το 1658 οι Ενετοί, σε επιδρομή τους στο νησί, κατά τη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου. Έκτοτε, το τέμενος δεν ξαναχτίστηκε, ενώ με την επανάσταση του 1821 καταστράφηκε και το μικρό νεκροταφείο που οι Οθωμανοί είχαν ορίσει στο χωριό, για να θάβουν τους νεκρούς τους.

Κατά τον Επ. Σταματιάδη, η Χώρα παρήγε στα τέλη του 19ου αιώνα σταφίδες, κρεμμύδια, λάδι, χαρούπια, μετάξι και εξαιρετικά καρπούζια. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στη Χώρα ήταν προεπαναστατικά η έδρα των μεγάλων Προεστών του νησιού, και ότι εδώ σώζεται, απέναντι σχεδόν από το παρεκκλήσι του αγίου Νικολάου, σε ένα στενό δρόμο, ο πύργος του αγά Γιαννάκη Χατζηγιαννάκη, σήμερα διασκευασμένος σε ιδιωτικό σπίτι, αλλά με διακριτά εξωτερικά τα σημάδια της αρχικής μορφής και αποστολής του. Βρισκόμαστε στην προεπαναστατική περίοδο της ιστορίας του νησιού, στην κορύφωση της διαμάχης των συντηρητικών Καλικαντζάρων με τους προοδευτικότερους Καρμανιόλους, των δύο μεγάλων φατριών της εποχής, η οποία ουσιαστικά προετοίμασε την επανάσταση του νησιού.

Εδώ συγκλήθηκαν οι περισσότερες επαναστατικές με μετεπαναστατικές Γενικές Συνελεύσεις των Σαμίων, που αποφάσισαν για το μέλλον του νησιού, και εδώ συγκλήθηκαν επίσης και οι πρώτες Γενικές Συνελεύσεις της Ηγεμονίας της Σάμου, του καθεστώτος που επιβλήθηκε στο νησί μετά το 1834 και ως το 1912, οπότε κηρύχθηκε η ένωση της Σάμου με την Ελλάδα.
Εδώ, κατά την προφορική ιστορική παράδοση και μνήμη, σώζεται το λεγόμενο κονάκι του Ηγεμόνα, πάνω από την πλατεία της Μισακής, όπου έδρευε η ηγεμονική διοίκηση και διέμεναν οι Ηγεμόνες και οι τοποτηρητές και εκπρόσωποί τους, ως το 1854, οπότε ο Ηγεμόνας Ιωάννης Γκίκας μετέφερε την πρωτεύουσα του νησιού στον τότε Λιμένα Βαθέος. Προηγουμένως και ο Γεώργιος Κονεμένος, τοποτηρητής του Ηγεμόνα Αλεξάνδρου Καλλιμάχη, είχε αποφασίσει την μεταφορά της πρωτεύουσας στο Πυθαγόρειο, το οποίο μάλιστα είχε μετονομαστεί σε «Κονεμένου Λιμένα», αλλά δεν πρόλαβε να εφαρμόσει την απόφασή του αυτή.

Αν επιχειρήσουμε μια περιήγηση στη Χώρα και τα μνημεία της, αναμφισβήτητα τον πρώτο λόγο έχουν οι ναοί της. Καθώς εισερχόμαστε στο χωριό από την κατεύθυνση των Μυτιληνιών, μετά το ηλεκτρικό εργοστάσιο που ηλεκτροδοτούσε το χωριό και το πέτρινο γεφύρι, συναντούμε το ναό της Αγίας Τριάδος. Βρισκόμαστε ήδη στην ενορία της Οσιας Παρασκευής, της οποίας ο μεγάλος και περικαλλής ενοριακός ναός βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το σημείο εισόδου, πάνω από την πηγή του Πλατάνου, στην κεντρική παλαιά πλατεία του χωριού. Η πηγή αυτή είναι φημισμένη για το νερό της, όπως φαίνεται και από το γνωστό δημοτικό τραγούδι του νησιού «Να χα νερό απ’ τον Πλάτανο, σταφύλι απ’ την Κολώνα…», το οποίο, όπως έχει αποδείξει παλαιότερα ο Νικ. Δημητρίου αναφέρεται σε αυτήν.

Πρόκειται για έναν μνημειώδη ναό, στα δυτικά του παλαιού Μητροπολιτικού Μεγάρου, μητροπολιτικό ναό του νησιού, όσο πρωτεύουσά του ήταν η Χώρα. To 1678 ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σάμου και Ικαρίας Ιωσήφ Γεωργειρήνης από τη Μήλο ανέφερε ότι στη θέση του υπήρχε μικρός ναός της αγίας Παρασκευής. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο Σπύρου, ο σημερινός ναός ξεκίνησε να χτίζεται περί το 1750 και ολοκληρώθηκε στις 22 Μαρτίου 1793.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το παλιό Μητροπολιτικό Μέγαρο, δίπλα στο ναό, χτίστηκε για πρώτη φορά το 1638 από τον Αρχιεπίσκοπο Σάμου Άνθιμο Α’ από την Κίο της Βιθυνίας, επισκευάστηκε όμως και τροποποιήθηκε πολλές φορές. Στη σημερινή του μορφή παγιώθηκε το 1783 από τον Αρχιεπίσκοπο Σάμου Γαβριήλ Α’, όπως μαρτυρεί σχετική επιγραφή πάνω από την είσοδό του. Σήμερα περιμένει την ανακαίνισή του, ως ένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά μνημεία του χωριού.

Ο ναός της οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής είναι τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο, που πανηγυρίζει στις 25 και 26 Ιουλίου. Πέραν του κεντρικού κλιτούς, που είναι αφιερωμένο στην αγία Παρασκευή, το βόρειο είναι αφιερωμένο στους αγίους Αποστόλους και το νότιο στην αγία Αικατερίνη. Έχει περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, πίσω δε από τον δεσποτικό θρόνο ετάφη, το 1815, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σάμου και Ικαρίας Δανιήλ Κομνηνός, από τη Λακωνία, ο φίλος του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη και του αγίου Αθανασίου του Παρίου, ο κόλλυβας και φιλομόναχος ιεράρχης, μέχρι την ανακομιδή των λειψάνων του, οπότε αυτά μεταφέρθηκαν στο καθολικό της μονής Τιμίου Σταυρού, όπου φυλάσσονται μέχρι και σήμερα.

Το περίτεχνο μαρμάρινο καμπαναριό του ναού κατασκεύασε το 1903 ο Αντώνιος Κουφουδάκης, και το επισκεύασε αργότερα ο μάστρο Βασίλης Ροδίτης, από τους Μαυρατζαίους. Το μνημείο, τραυματισμένο από σεισμούς, δέχθηκε επισκευές στην περίοδο 1890-1899, αλλά και περί το 1990, με μέριμνα του τότε εφημερίου του ναού μακαριστού παπά Κώστα Στάμου.

Στην ενορία αυτή ανήκουν επίσης τα παρεκκλήσια των αγίων Αναργύρων, του αγίου Αθανασίου, στην περιοχή του οποίου ήταν το πατρικό σπίτι του μεγάλου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κυρίλλου Β’ του Κρητικού, του αγίου Γεωργίου που χρονολογείται στα 1622, του αγίου Νικολάου που χτίστηκε στα 1764 και βρίσκεται στον κεντρικό επαρχιακό δρόμο που διασχίζει τη Χώρα, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του αγίου Χαραλάμπους, στον επαρχιακό δρόμο προς την κατεύθυνση του Πυθαγορείου, που χτίστηκε το 1796, με δαπάνη του τότε Αρχιεπισκόπου Σάμου και Ικαρίας Δανιήλ του Κομνηνού (1784-1815), ο οποίος είχε πνευματικές σχέσεις με τη μονή Τιμίου Σταυρού, στην οποία στα τέλη της ζωής του εγκαταβίωσε και εκοιμήθη.

Προχωρώντας στον εσωτερικό δρόμο του χωριού φτάνουμε στον πρώην ενοριακό ναό της αγίας Άννας, ο οποίος σήμερα είναι παρεκκλήσι της αγίας Παρασκευής. Πρόκειται για δισυπόστατο ναό, θολωτό, με ωραίο επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στο τέμπλο της δεύτερης υποστάσεως, υπάρχει εικόνα των Εισοδίων, που όπως πληροφορεί η επιγραφή προέρχεται από την σκλαβωμένη στους Τούρκους Κρήτη και έχει φτάσει στο νησί στα 1677. Εδώ επίσης υπάρχει εικόνα της Παναγίας του 1706, ενώ η εικόνα της αγίας Άννας στο ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι του ναού χρονολογείται στα 1797. Η εφέστια εικόνα της αγίας Άννας έχει χρυσαργυρωθεί στα 1820, ενώ στη βάση της αναγράφονται τα ονόματα των αφιερωτών, που συνέδραμαν οικονομικά για την πραγματοποίηση του έργου. Πρόκειται για ένα σπουδαίο μνημείο της μεταβυζαντινής εκκλησιαστικής ιστορίας της Σάμου, που είναι ναός με δύο υποστάσεις, όπως οι περισσότεροι από τους ενοριακούς ναούς των χωριών της Σάμου.

Μία σχετική παρατήρηση θα πρέπει να γίνει εδώ, για την πληρέστερη κατανόηση των ιστορικών και πολιτισμικών παραμέτρων που συνδέονται με τα εκκλησιαστικά μνημεία του χωριού. Όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, οι παλαιοί ενοριακοί ναοί της Σάμου, οι χτισμένοι πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, έχουν δύο και τρεις υποστάσεις (πόστες), αφιερωμένες σε διαφορετικούς αγίους. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό;

Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στις Κυκλάδες αλλά και στην Κρήτη, όπου όμως οι ειδικοί μελετητές έχουν αποφανθεί ότι οφείλεται είτε στη χρήση της μιας από τις δύο υποστάσεις ως νεκροταφειακού ναού και ουσιαστικού κοιμητηρίου, καθώς οι νεκροί θάβονταν κάτω από το δάπεδό της λόγω έλλειψης χώρου, είτε στην πρακτική να υπάρχουν μία ορθόδοξη και μία ρωμαιοκαθολική αγίες τράπεζες στον ίδιο χώρο, σε διαφορετικές υποστάσεις, για την εξυπηρέτηση της κοινής – πέραν δογματικών διαφορών – λατρείας των ναϊκών αυτών κτισμάτων, που χρησιμοποιούνταν από μεικτούς, ορθόδοξους και καθολικούς, πληθυσμούς.

Στη Σάμο μάλιστα, ειδικότερα δε στη Χώρα, δεν υφίσταται καμία από τις δύο παραπάνω συνθήκες. Ούτε καθολικούς πληθυσμούς είχαμε ποτέ στη Σάμο, ούτε έλλειψη χώρου για κοιμητήρια υπήρχε.

Τι συνέβη λοιπόν; Πιστεύω ότι στο νησί μας υιοθετήθηκε το σχήμα των διπλών αυτών ναών, επειδή το εισήγαγαν οι Κυκλαδίτες μαστόροι που εργάστηκαν στην οικοδόμηση ορισμένων μνημειακών ναών – ο μάστρο Γιώργης ο Παριανός του 18ου αιώνα που εργάστηκε από τη μονή της Μεγάλης Παναγίας ως και τα ξωκλήσια του Κέρκη αποτελεί μια απολύτως ενδεικτική τέτοια περίπτωση – και οι ευσεβείς Σάμιοι το υιοθέτησαν και το επανέλαβαν.

Τούτο δε έγινε επειδή, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αγιοπροστασίας, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, οι πολλές υποστάσεις πρόσφεραν την ευκαιρία επαύξησης των αγίων προστατών του χωριού και των κατοίκων του. Κάθε φορά λοιπόν που λόγοι πληθυσμιακοί επέβαλαν την επέκταση του ναού, η προσθήκη αφιερωνόταν και σε άλλο άγιο, ώστε και αυτού την προστασία να απολαμβάνουν οι κάτοικοι, αλλά και ένα ακόμη πανηγύρι να προστεθεί στον ετήσιο εορτολογικό κύκλο, αφού πάγια είναι η πίστη των Σαμίων στην παλαιά και σοφή ρήση, ότι «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος».

Ο ίδιος δρόμος μας οδηγεί στη δεύτερη πλατεία του χωριού, η οποία έχει σχηματιστεί σε άμεση σχέση προς την βρύση της Μισακής, που ονομάστηκε έτσι πιθανότατα γιατί βρίσκεται στο μέσον του χωριού. Η βρύση σώζεται σήμερα με τους κρουνούς της και τις ποτίστρες των ζώων, ενώ το υδραυλικό έργο που την τροφοδοτεί με νερό είναι υπόγειο και εκτείνεται ως και τα σκαλοπάτια που βρίσκονται στα ανατολικά της και οδηγούν προς το ναό του αγίου Δημητρίου. Εδώ υπάρχουν παραδοσιακά καφενεία, καθώς και μία ταβέρνα με παραδοσιακή σαμιώτικη κουζίνα, που προσελκύει αρκετούς πελάτες, ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Απέναντι από τη Μισακή βρίσκονται δύο από τους παλαιότερους ναούς του χωριού, που τώρα αποτελούν παρεκκλήσια της ενορίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πρόκειται καταρχήν για το ναό της Γεννήσεως του Χριστού, πάνω από την κεντρική είσοδο του ναού της Γεννήσεως του Χριστού, πάνω από την είσοδο του οποίου σώζεται παλαιό γενουατικό εραλδικό έμβλημα, όπως και στο ναό του αγίου Δημητρίου, για τον οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Ο ναός είναι μεγάλος, με αψίδα στο ιερό βήμα και κανονική αγία τράπεζα, η οποία στηρίζεται σε τεμάχιο αρχαίου κίονα, γείσο στην περίμετρο των τοίχων του εσωτερικά, οπές για την επίτευξη πληρέστερης ακουστικής κατά τη θεία λατρεία. Γενικά, πρόκειται για επιμελημένο κτίσμα, με προσοχή στις κατασκευαστικές του λεπτομέρειες.

Στο βόρειο μέρος του έχει, μεταγενεστέρως, χτιστεί το μικρότερο παρεκκλήσιο του Γενεσίου της Θεοτόκου, και το βόρειο παράθυρο του ναού έχει ανοιχτεί για να αποτελέσει την εσωτερική πόρτα που οδηγεί από τον ένα ναό στον άλλο. Απόδειξη δε της χρονικής παλαιότητας του ναού της Γεννήσεως αποτελεί και η διαφορετική στάθμη των δαπέδων τους, με εκείνο του Γενεσίου της Θεοτόκου να είναι ψηλότερα από το πρώτο. Ως υπέρθυρο της εσωτερικής αυτής θύρας έχει τοποθετηθεί κομμάτι μαρμάρου, στο οποίο έχει χαραχτεί η εξής επιγραφή: 1765 Ιουνίου 15. Ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Ιωάννης Παπάλης, στο κλασικό για την ιστορία της Εκκλησίας της Σάμου έργο του θεωρεί τη χρονολογία αυτή ως χρονολογία οικοδόμησης του ναού της Γεννήσεως του Χριστού, πιστεύω όμως ότι κάνει λάθος, δεδομένου ότι ο ναός, όπως δείχνει και το υπέρθυρο της κυρίας εισόδου του, πρέπει να χρονολογηθεί στις αρχές του 17ου αιώνα, όπως και ο ναός του αγίου Δημητρίου, στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως. Μάλιστα, ο λόγιος και φιλίστωρ ιεράρχης το ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου αναφέρει ως ναό του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, χρονολογώντας τον όμως σωστά στα 1765, και θεωρώντας τον λανθασμένα της ίδιας εποχής με το ναό της Γεννήσεως του Χριστού.

Αν ακολουθήσουμε τον δρόμο, οδηγούμαστε, μέσα από στενά σοκάκια με σπίτια εκατέρωθεν, στο δεύτερο ενοριακό ναό του χωριού, που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Πρόκειται για μια βασιλική άνευ τρούλου, μεγάλη και επιβλητική, με ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο, της οποίας η δεύτερη υπόσταση έχει αφιερωθεί στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, και της οποίας το πανηγύρι γίνεται στις 14 και 15 Αυγούστου.

Ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Ιωάννης, χρονολογεί τον ενοριακό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χώρας στα 1608. Ο ναός αυτός, που ακολουθεί επίσης τον ρυθμό της λεγόμενης «βασιλικής της τουρκοκρατίας», αποτελείται από δύο επικοινωνούντα κλιτή, εκ των οποίων το βόρειο είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό και το νότιο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Την επιγραφή του υπερθύρου στην είσοδο του βορείου κλιτούς την χρονολογεί στα 1750:

+ ΕΤΕΛΕΙΩΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΨΝ’

Παρομοίως, η ανάλογη επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου του νοτίου κλιτούς, την χρονολογεί στα 1818:

+ ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΠΑΡΩΝ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΔΑΠΑΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΕΝΤΑΥΘΑ ΕΥΣΕΒΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
ΕΝ ΕΤΕΙ αωΙΗ’

Παρά την χρησιμοποιούμενη φρασεολογία, πιστεύω ότι οι επιγραφές αυτές αναφέρονται σε ανακαινίσεις και εσωτερικές διαμορφώσεις του ναού, αλλά και στην κατασκευή των μνημειακών αυτών εισόδων. Το πραγματικό έτος χρονολόγησης του ναού φαίνεται από επιγραφή που ανακαλύφθηκε προσφάτως, μετά την απομάκρυνση των εξωτερικών σοβάδων και την αρμολόγηση των πέτρινων τοίχων του ναού, στην μαρμάρινη κορνίζα του τελευταίου προς το ιερό βήμα παραθύρου της νότιας πλευράς. Πρόκειται για αρχαία μάρμαρα, σε δεύτερη και πάλι χρήση, πάνω στα οποία, στο αριστερό μέρος, έχει χαραχθεί η επιγραφή:

+ αχε MINI ΑΥΓΟΥΣΤΟ α

Με βάση αυτό, νομίζω ότι η χρονολογία της πρώτης οικοδόμησης του ναού θα πρέπει να τοποθετηθεί στα 1606, άρα ο ναός να θεωρηθεί της ίδιας ακριβώς εποχής με το ναό του αγίου Δημητρίου, για τον οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Την εποχή αυτή φαίνεται ότι δημιουργήθηκε όλο το πλέγμα των μεγάλων ναών του χωριού, δεδομένου ότι και την άλλη μεγάλη ενορία του που προαναφέρθηκε, εκείνην της αγίας Παρασκευής, του πρώην μητροπολιτικού ναού, όσο η Χώρα ήταν πρωτεύουσα του νησιού, την αναφέρει ήδη το 1678 ο Αρχιεπίσκοπος Σάμου και Ικαρίας Ιωσήφ Γεωργειρήνης, στο σχετικό με το νησί, την Ικαρία και το Άγιον Όρος πόνημά του.

Πιθανότατα, ο μεγάλος νάρθηκας του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έχει προστεθεί σε δεύτερη οικοδομική φάση, όπως συνέβη και στο ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά προφορικές μαρτυρίες μάλιστα, το αρχικό καμπαναριό ήταν πάνω από την κεντρική είσοδο, στο νότιο μέρος του ναού, σώζονται μάλιστα από αυτό ορισμένα μάρμαρα, στον περίβολο του ναού, κατόπιν δε, μάλλον όταν προστέθηκε ο νάρθηκας, κατεδαφίστηκε και χτίστηκε σε περίοπτη θέση, στη νοτιοδυτική γωνία του ναού εξωτερικά, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Από την αρχική οικοδομική φάση, προέρχονται και η βόρεια εξωτερική είσοδος στο γυναικωνίτη, αλλά και ένα παράθυρο του ισογείου, που σήμερα έχουν χτιστεί, και σώζονται ορατά μόνο τα μαρμάρινα περιθυρώματά τους.

Βέβαια, θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι πολλά από τα αρχικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του μνημειώδους ναού της Παναγίας, που δεσπόζει στο δυτικό άκρο του χωριού, τροποποιήθηκαν κατά τις αλλεπάλληλες αναγκαίες επισκευές του μνημείου, των ετών 1950-1960, 1991, 1997-2007. Αυτή είναι άλλωστε η μοίρα των μνημείων που είναι εν λειτουργία, αφού οι λειτουργικές ανάγκες και οι ανάγκες του εξωραϊσμού και της συντήρησης είναι αναπόφευκτο να έχουν παρόμοιες συνέπειες. Θα πρέπει μάλιστα να είμαστε και ευγνώμονες σε όσους επιχειρούν τις πολυδάπανες αυτές συντηρήσεις, χωρίς τις οποίες οι ναοί μας θα είχαν ερειπωθεί, αρκεί να τηρούν ορισμένες βασικές αρχές, τις οποίες προσδιορίζει με επιστημονική εμπειρία και γνώση η αρχαιολογική υπηρεσία, για να εκδώσει τη σχετική άδεια.

Στην ενορία της Παναγίας ανήκουν, μεταξύ άλλων, τα μνημειώδη παρεκκλήσια του νεκροταφειακού ναού της αγίας Σοφίας, του αγίου Βασιλείου, με νάρθηκα στη βόρεια πλευρά του, που αργότερα λειτούργησε και ως οστεοφυλάκιο, και ο ναός της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου, κοντά στον άγιο Δημήτριο, δηλαδή στον πρώτο και παλαιότερο οικιστικό πυρήνα της Χώρας. Μάλιστα, στους εξωτερικούς τοίχους του ναού αυτού έχουν εντοιχιστεί παλαιοχριστιανικά γλυπτά στην είσοδο, και τμήματα αρχαίας σαρκοφάγου στην κόγχη του ιερού βήματος. Ο ναός είναι καμαροσκεπής, με καμάρα χτισμένη από τετραγωνισμένες πέτρες, όπως και στο ναό του αγίου Κωνσταντίνου της Χώρας, λίγο έξω από το βόρειο τμήμα του χωριού, σε μια κατάφυτη τοποθεσία, που έχει αυτόνομη αγία τράπεζα, η οποία στηρίζεται σε τεμάχιο αρχαίου κίονα.

Γεφύρι του Καλάθη στη ΧώραΙδιαίτερος λόγος θα πρέπει να γίνει για τον πρώην ενοριακό ναό του αγίου Δημητρίου, στο βόρειο μέρος του χωριού, που σήμερα αποτελεί παρεκκλήσιο του ναού της Παναγίας, μια μεγάλη πετρόκτιστη βασιλική της εποχής της τουρκοκρατίας, με παλαιό τέμπλο και παλαιότερο δεσποτικό θρόνο. Ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Ιωάννης Παπάλης, στο προαναφερθέν σύγγραμμά του για την ιστορία της Εκκλησίας της Σάμου, που εκδόθηκε το 1967, γράφει ότι ο πρώην ενοριακός ναός του αγίου Δημητρίου Χώρας είναι ο παλαιότερος ναός του χωριού, καθώς χτίστηκε αμέσως μετά την πύκνωση του πληθυσμού του νησιού κατά το β’ μισό του 16ου αιώνα. Αξίζει να θυμηθούμε ότι η Χώρα υπήρξε η παλαιά, και ως το 1854, πρωτεύουσα της Σάμου, και ότι ο ναός αυτός σήμερα έχει την θέση παρεκκλησίου της ενορίας της Κοιμήσεως Θεοτόκου Χώρας, παρά το μέγεθος του. Και πρόκειται πράγματι για ναό ιστορικό, δεδομένου ότι σε αυτόν εκκλησιαζόταν στα χρόνια της επανάστασης του 1821 και ο πολιτικός αρχηγός της Σάμου Λογοθέτης Λυκούργος, γνωστός για την έντονη ευσέβειά του και τον φιλακόλουθο χαρακτήρα του, όταν έπρεπε να μείνει στην πρωτεύουσα του νησιού, λόγω ποικίλων διοικητικών προβλημάτων και αναγκών.

Ο ναός του αγίου Δημητρίου είναι μια μεγάλη βασιλική της περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας, στην οποία κατά τον 19ο αιώνα προστέθηκε, προφανώς για λόγους χωρητικότητας, ένας τετράπλευρος νάρθηκας, που καλύπτει τη δυτική πλευρά του κτίσματος. Η κατασκευή του νάρθηκα αυτού μπορεί με ακρίβεια να χρονολογηθεί, αφού το κωδωνοστάσιο του ναού, που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα, πάνω από την είσοδό του, φέρει σαφή τη χρονολογία της κατασκευής του, που έγινε στα 1882. Μάλιστα, την καμπάνα έστειλε από την Ρουμανία όπου έμενε ο Χωρίτης Μιλτιάδης Ασημίνας, σε ένδειξη ευλάβειας προς τον άγιο και αγάπης προς το χωριό του, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος Σπύρου στο βιβλίο του.

Από το νάρθηκα στον κυρίως ναό οδηγούν δύο μεγάλα ανοίγματα, που αντιστοιχούν στις δύο υποστάσεις του ναού, οι οποίες είναι αφιερωμένες στον άγιο Δημήτριο, η βόρεια, και στην Παναγία Ζωοδόχο Πηγή, η νότια.

Στα δύο άκρα του ορθογώνιου αυτού κομματιού υπάρχουν ρόδακες μέσα σε κύκλο, και στο κέντρο του υπάρχει ελληνικός σταυρός μέσα σε κύκλο επίσης, που αποτελούν χαράγματα της παλαιοχριστιανικής περιόδου, και μας δείχνουν την πρώτη χρήση του μαρμάρου, αλλά και την προέλευσή του από τους αρχαιολογικούς χώρους του Ηραίου ή της αρχαίας και βυζαντινής πρωτεύουσας του νησιού, της πόλης Σάμος, πάνω στα ερείπια της οποίας έχει χτιστεί το σημερινό Πυθαγόρειο. Αριστερά του σταυρού υπάρχει κύκλος με χαραγμένο το λιοντάρι της Γένοβας, προφανώς υπόλειμμα της δευτερογενούς χρήσης του μαρμάρου αυτού, κατά την περίοδο της γενοβέζικης κυριαρχίας στη Σάμο, η οποία ξεκίνησε μετά την άλωση της Πόλης το 1453 και διάρκεσε ως το 1475. Από τη δεξιά πλευρά υπάρχει χαραγμένη η κορνίζα ενός οικοσήμου, το οποίο όμως δεν σώζεται σήμερα, προφανώς από την ίδια περίοδο. Στη θέση του θυρεού, υπάρχει επιγραφή της εποχής που το μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε για τρίτη φορά ως υπέρθυρο, κατά την οικοδόμηση του ναού του αγίου Δημητρίου, με το όνομα του κυρίου δωρητή ή του επιμελητή της οικοδομής: ΒΑΛΕΝΤΗ / ΙΩ.

Στο πάνω μέρος του μαρμάρου, με παρόμοια γράμματα προς εκείνα του θυρεού, παρέχεται η χρονολογία αποπεράτωσης του ναού: 1605 ΜΑΓΙΟΥ 10. Η επιγραφή αυτή χρονολογεί το ναό στις αρχές του 17ου αιώνα, και μας πληροφορεί για τον κύριο συντελεστή του έργου, τον Ιωάννη Βαλε(ο)ντή, πρόγονο μιας οικογένειας που συνεχίζει να ζει και να δραστηριοποιείται και σήμερα στη Χώρα.

Από τα παραπάνω, μπορούμε νομίζω βάσιμα να υποθέσουμε ότι η Χώρα σχεδιάστηκε και οικοδομήθηκε ως ένα ακόμη «σταυρωμένο» χωριό, σύμφωνα με τις τελετουργίες καθαγιασμού του δομημένου χώρου και εγκαινισμού των οικισμών στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, τις οποίες μελέτησε πρόσφατα διεξοδικά ο καθηγητής Αλ. Φ. Λαγόπουλος.

Σύμφωνα με αυτές, οι παλαιοί άνθρωποι, όχι μόνο στον ελληνικό, αλλά και ευρύτερα στον ορθόδοξο χριστιανικό χώρο της βαλκανικής χερσονήσου, πριν χτίσουν ένα χωριό όριζαν το βασικό του σχέδιο να αποτελείται από έναν σταυρό, τα άκρα και τα σκέλη του οποίου καθορίζονταν και εξαγιάζονταν από ναούς, παρεκκλήσια, ξωκλήσια ή προσκυνητάρια. Με τον τρόπο αυτό πίστευαν ότι το χωριό θα είχε την θεϊκή προστασία, θα προφυλάγονταν από επιδημικές ασθένειες, θεομηνίες, από «λοιμούς, λιμούς και καταποντισμούς», όπως εύχεται μέχρι σήμερα η Εκκλησία μας.

Θεωρούσαν ότι οι συγκεκριμένοι άγιοι, των οποίων οι ναοί όριζαν το σταυρό αυτό, ήταν πάντοτε παρόντες βοηθοί και αρωγοί των ανθρώπων, τόσο της κοινότητας στο σύνολό της, όσο και καθενός ξεχωριστά, στις δυσκολίες της άγριας και σκληρής ζωής που ζούσαν.
Γι’ αυτό και όριζαν πρώτα το σταυρό, ονοματοδοτούσαν τους ναούς που τον όριζαν, τους καθαγίαζαν, και κατόπιν χάραζαν τα όρια του χωριού και προχωρούσαν στην ανέγερση των σπιτιών και στη συγκρότηση των μαχαλάδων, των γειτονιών του. Γι’ αυτό και όλα τα παλιά και ιστορικά χωριά έχουν συγκεκριμένη λογική στο σχεδιασμό και στην ανάπτυξή τους, αδιόρατη ίσως για τον σημερινό υλόφρονα άνθρωπο, ορατή όμως στο ασκημένο μάτι του ερευνητή και κατανοητή, με βάση την πίστη και την παράδοση των ανθρώπων που τα σχέδιασαν και τα ίδρυσαν.

Στην περίπτωση της Χώρας, το κέντρο του σταυρού, το σημείο τομής των σκελών του, αποτελεί ο ναός της Γεννήσεως του Χριστού, στη Μ’σακή. Το ανατολικό σκέλος ορίζεται από τους ναούς της αγίας Άννας και της αγίας Παρασκευής, το δυτικό σκέλος ορίζεται από τους ναούς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του αγίου Βασιλείου, το βόρειο σκέλος από τους ναούς του αγίου Δημητρίου και της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου, και το νότιο σκέλος από τους ναούς του αγίου Νικολάου και της αγίας Σοφίας, που σήμερα αποτελεί τον κοιμητηριακό ναό του χωριού.

Θα πρέπει επίσης να γίνει αναφορά στο Δημοτικό Σχολείο της Χώρας, που αρχικά ιδρύθηκε με δωρεά του Χωρίτη Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κυρίλλου Β’, γι’ αυτό και ως τοπική σχολική εορτή και αργία εορτάζεται η μνήμη των αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου Πατριαρχών Αλεξανδρείας (18 Ιανουάριου), προς τιμήν του μεγάλου δωρητή. Στη σημερινή μορφή του το σχολείο χτίστηκε με δωρεές πολλών αποδήμων Χωριτών, τα ονόματα των οποίων βρίσκονται σε μαρμάρινη επιγραφή, αμέσως μετά την είσοδο.

Χαρακτηριστικό της ακμής του χωριού, αλλά και τις γενικότερης προσφοράς του στην ιστορία και στον πολιτισμό είναι το γεγονός ότι πέραν από τους πάμπολλους επιστήμονες και άλλους επιφανείς που έχει αναδείξει, Χωρίτες ήταν και τέσσερις Πατριάρχες Ιεροσολύμων, οι Κύριλλος Β’ (1845-1872), Ιερόθεος Β’ (1875-1882), Τιμόθεος Α’ (1935-1957) και Ειρηναίος Α’ (2001-2005), αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Πέλλης Μεθόδιος Κρητικίδης (1869-1948) του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ο Μητροπολίτης Πηλουσίου Παρθένιος Δανιηλίδης (1881-1964) του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Κωνσταντίνος Μωραϊτάκης με το μεγάλο εκκλησιαστικό και εθνικό έργο στη Ρουμανία και στην Αμερική, καθώς και ο ποιητής και μεταφραστής της Οδύσσειας του Ομήρου Ζήσιμος Σίδερης.

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *