Τετάρτη , 24 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Οι Βυζαντινές ρίζες του μοναχισμού στη Σάμο και στην Ικαρία

Οι Βυζαντινές ρίζες του μοναχισμού στη Σάμο και στην Ικαρία

(Γράφει ο καθηγητής Αλέξανδρος Βαρβούνης)

Πολύ λίγες είναι οι γνώσεις μας και ελάχιστες οι πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της Σάμου κατά την βυζαντινή περίοδο. Αυτός είναι και ο λόγος της δυσκολίας μας να ανασυνθέσουμε πλήρως την ιστορία της εποχής εκείνης. Στην προσπάθειά μας λοιπόν να γνωρίσουμε και να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα που εξελίχθηκαν την περίοδο εκείνη, πολύτιμος βοηθός είναι τα αγιολογικά κείμενα. Μέσα στα κείμενα αυτά, βρίσκει ο αναγνώστης πληροφορίες για την κοινωνία, τα σημαντικά πρόσωπα, τη διοίκηση, την καθημερινή ζωή και βέβαια την εκκλησιαστική ιστορία.

Με οδηγό λοιπόν το «Λειμωνάριον» του Ιωάννου Μόσχου, αλλά και τον βίο του Οσίου Παύλου του Λατρινού, θα ψηλαφίσουμε κάποιες πληροφορίες σχετικές με τον σαμιακό μοναχισμό, από τον 4ο αιώνα μέχρι και την εποχή της λεγόμενης ερημώσεως της Σάμου, κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Ολοκληρωμένη εικόνα θα δοθεί μόνο με την σύνταξη εκτεταμένης και εξειδικευμένης μελέτης, με κεντρικό θέμα την εκκλησιαστική ιστορία της Σάμου από της διαδόσεως του χριστιανισμού μέχρι και των ημερών μας.

Μοναχισμός στη Σάμο και την ΙκαρίαH έναρξη της συστάσεως του κατ’ Ανατολάς Κράτους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συνοδεύτηκε με την ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως επισήμου Θρησκείας και με την, μέσω του αγώνα εναντίον των αιρέσεων, ακριβή δογματική διατύπωση των βασικών αληθειών της πίστεώς μας.

Από τις πηγές δεν υπάρχουν ενδείξεις και μαρτυρίες σχετικά με διωγμούς και απαγόρευση του Χριστιανισμού στα νησιά μας, τη Σάμο, την Ικαρία. Την εποχή όμως που έλαβαν τέλος οι διωγμοί, στη Σάμο φαίνεται πως υπάρχουν πυρήνες χριστιανών.

Εντός των κόλπων του Χριστιανισμού, επικράτησαν από πολύ νωρίς ασκητικές και μοναχικές τάσεις. Οι Χριστιανοί, ζώντας μέσα σε ειδωλολατρικό περιβάλλον και δεχόμενοι κατηγορίες για έκλυτο βίο, έπρεπε να αποδείξουν την ηθική καθαρότητά τους και την μοναδικότητα της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού. Η αναχώρηση από τον κόσμο και η διαμονή σε έρημα μέρη, τους διαφύλαξε από εξωτερικούς κινδύνους, πειρασμούς αλλά και τέλεση πράξεων αντιθέτων προς την Θρησκεία τους.[1] Ο άνθρωπος στην ησυχία του μοναχικού βίου ποθεί να υπερβεί το υλικό φρόνημα του κόσμου και μέσω της νηστείας, της αγρυπνίας αλλά και της συνεχούς προσευχής, να συναντήσει τον Ζωοδότη Θεό και να επιτύχει τον σκοπό της υπάρξεώς του μετά την πτώση, την κατά χάριν θέωση. Ενωμένος ο άνθρωπος με τον Θεό ενώνεται με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο, βιώνει την αρμονική ενότητα των πάντων. [2]

Από πολύ νωρίς σχηματίσθηκαν μεγάλα μοναστικά κέντρα στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Κωνσταντινούπολη, Μ. Ασία, Άγιο Όρος και Μετέωρα. Παράδειγμα αναχωρητού υπήρξε ο Μ. Αντώνιος (285 μ.Χ.) στην Αίγυπτο, ενώ το κοινοβιακό σύστημα ιδρύθηκε από τον Όσιο Παχώμιο (346).[3]

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, στη Σάμο είχαν σχηματιστεί ομάδες χριστιανών και άρχισε να αναπτύσσεται ο μοναχισμός αλλά και ο ασκητισμός. Πρώτες μαρτυρίες για οργανωμένο μοναχικό βίο έχουμε τον 4ο αιώνα.

Μέρη εγκαταβιώσεως και ασκήσεως αποτέλεσαν δύσβατα και ορεινά μέρη. Στέγη στους πρώτους ασκητές προσέφεραν τα σπήλαια που υπήρχαν. Στη Σάμο το σπήλαιο του Κακοπέρατου[4], το οποίο βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού Κοσμαδαίοι. Δύσβατος δρόμος, χαραγμένος σε απότομη πλαγιά του βουνού Κέρκης, οδηγεί σε σπήλαιο, στην αρχή του οποίου ευσεβείς αναχωρητές[5] έχουν κτίσει μικρό ναό αφιερωμένο στην Ζωοδόχο Πηγή.

Ένα δεύτερο σπήλαιο του Κέρκη, είναι αυτό της Σαραντασκαλιώτισσας, στην νοτιοανατολική πλευρά του Κέρκη, προς τον Μαραθόκαμπο. Στο εξωτερικό μέρος του σπηλαίου υπάρχει ναός αφιερωμένος στην εορτή του γενεθλίου της Θεοτόκου. Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου, Ιωάννης, σημειώνει, ότι ο ναός αυτός είναι πιθανό να κτίσθηκε από τον Όσιο Παύλο τον Λατρινό[6], για το έργο του οποίου στη Σάμο θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω.

Το σπήλαιο της Παναγίας της Μακρυνής, στην βορειοδυτική πλευρά του Κέρκη. Εντός του σπηλαίου υπάρχει μικρός ναός, αφιερωμένος στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Πάνω από το σπήλαιο της Μακρυνής, βρίσκεται εκείνο της Αγίας Τριάδος. Το όνομά του έλαβε από τον ομώνυμο ναΐσκο στην είσοδο του σπηλαίου.

Με την ύπαρξη ασκητών και αναχωρητών στην Σάμο, συνδέεται και το σπήλαιο του Ιωάννου του Θεολόγου ή «κανδήλι». Το σπήλαιο αυτό, βρίσκεται πάνω από το χωριό Καλλιθέα και έχει συνδεθεί με την παράδοση του κανδηλιού που ήταν μονίμως αναμμένο εντός του σπηλαίου και γινόταν ορατό από τους ναυτικούς των πλοίων που διέρχονταν από την θάλασσα.[7] Όπως έχει πρόσφατα υποστηριχθεί, η παράδοση αυτή συνδέεται με την Πάτμο, βασικό κέντρο τιμής της μνήμης του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, άρα και με την ύπαρξη στη Σάμο ασκητών από την Πάτμο. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι ολόκληρη η περιοχή του Κέρκη συνδέεται με την ύπαρξη πολλών αναχωρητών και ερημιτών μοναχών, αλλά και με την πατμιακή επίδραση στον σαμιακό μοναχισμό, καθώς εδώ βρίσκεται το δεύτερο σε έκταση, δύναμη και σημασία πατμιακό μετόχι στη Σάμο.

Όπως διαπιστώνουμε, τα σπήλαια λαμβάνουν το όνομά τους από τα εκκλησάκια που βρίσκονται μέσα σ’ αυτά. Σε σπήλαια λοιπόν, σε καλύβες και σκήτες διαβίωναν οι πρώτοι ασκητές και μοναχοί, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται σε 500 άτομα στη νότια πλευρά του Κέρκη μόνο[8], ενώ σύμφωνα με άλλους μελετητές, ο αριθμός ασκητών και μοναχών σε ολόκληρο το νησί της Σάμου ανέρχονταν στα 1500[9] άτομα κατά την, προ της λεγομένης ερημώσεως της Σάμου, περίοδο. Με την παρουσία των ασκητών συνδέονται και κάποια τοπωνύμια, όπως η περιοχή «Αγιότης», κοντά στην Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού ή η περιοχή «Καλογρηάδες». Επίσης η περιοχή που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Κυριακής στον Μαραθόκαμπο. Η περιοχή είχε λάβει το όνομα «Κυριακόν» εξαιτίας των συνάξεων των μοναχών και ασκητών σε αυτή την περιοχή κάθε Κυριακή, για να συμμετάσχουν στην Θεία Ευχαριστία και να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων, όπως και για να ανταλλάξουν πνευματικές εμπειρίες και σκέψεις.

Πρώτη μαρτυρία για ύπαρξη ασκητών, έχουμε από την περίοδο της Βασιλείας του Κωνστάντιου, 337-361 μ.Χ., περίοδο ακμής του αρειανισμού. Την περίοδο αυτή στη Σάμο αποσύρονται και μονάζουν οι τρεις στρατιωτικοί άγιοι ομολογητές Θεόδωρος, Γρηγόριος και Λέων, τα λείψανα των οποίων υπήρχαν στο παλαιοχριστιανικό μαρτύριο που σώζεται σήμερα, στο παλαιοχριστιανικό επίσης κοιμητήριο της Παναγίτσας, απέναντι από την Γλυφάδα, κοντά στο Πυθαγόρειο. Τα λείψανα αυτά είναι που έκλεψαν κατόπιν Βενετσιάνοι έμποροι, και μετά από μία σύντομη στάση στην Κεφαλλονιά τα μετέφεραν στην Βενετία, όπου και βρίσκονται μέχρι τις μέρες μας, αποθησαυρισμένα στην μονή του Προφήτη Ζαχαρία. Πρόκειται για τα λείψανα αυτά που επιτακτικά διεκδικεί η Κεφαλλονιά, χωρίς ουσιαστικά να της ανήκουν, όπως φανερώνει η προσεκτική και νηφάλια ανάγνωση των αγιολογικών κειμένων που σχετίζονται με τους τρεις αγίους.

Επίσης υπάρχει η αναφορά στις πηγές, ότι τον Ε΄ αιώνα μόναζε στη Σάμο κάποιος μορφωμένος μοναχός και άριστος καλλιγράφος, με το όνομα Ρουφανός.[10] Αναφορά όμως σε οργανωμένο μοναστήρι, έχουμε από τον Ιωάννη Μόσχο, συγγραφέα του «Λειμώνος», ο οποίος επισκέφθηκε την Σάμο μεταξύ των ετών 600-604, συνοδευμένος από τον φίλο του Σωφρόνιο, μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Κατά την παραμονή τους στο νησί, επισκέφθηκαν τον ηγούμενο της Μονής «Χαριξένου» Ισίδωρο.[11] Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Μόσχος στο κείμενο του «Λειμώνος»: «Ἐν Σάμῳ τῇ Νήσῳ γενόμενοι, παρεβάλομεν ἐν τῷ κοινοβίῳ τῷ ἐπιλεγομένῳ τοῦ Χαριξένου, τῷ ἀββᾷ Ἰσιδώρῳ τῷ Ἡγουμένῳ, ἀνδρί ἐναρέτῳ καί ἀγάπην πολλήν κεκτημένῳ πρός πάντας καί ἁπλότητι καί ὑπακοῇ ἐμέτρῳ κεκοσμημένῳ…». Ο ηγούμενος Ισίδωρος, το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα έγινε επίσκοπος Σάμου. Η θέση της Μονής «Χαριξένου» παραμένει άγνωστη. Ο Μανώλης Βουρλιώτης, σε άρθρο του σημειώνει ως θέση της Μονής την περιοχή του Πυθαγορείου.[12]

Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποδείξει, ότι αυτή την εποχή πολλές Βασιλικές αποκτούν προσκτίσματα και εγκαταστάσεις από αποθήκες και χώρους αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων, καθώς και κελιά για διαβίωση μοναχών. Σχηματίζονται έτσι μοναστικά συγκροτήματα. Τέτοια μορφή πιθανόν να είχε και το κοινόβιο του Χαριξένου. Μία ίσως τολμηρή υπόθεση, σε συνδυασμό με την άποψη του Μανώλη Βουρλιώτη, ο οποίος σημειώνει ως θέση της μονής την περιοχή του Πυθαγορείου, θα ήταν να συνδέσουμε την μονή του Χαριξένου με το μοναστικό συγκρότημα που ερευνήθηκε το 1928 από τον W. Wrede στον Μισόκαμπο, στη θέση Ράχη ή Γλυκόριζα, ανατολικά του Πυθαγορείου[13]

Οι συχνές επιδρομές των Σαρακηνών και η βία με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι μοναχοί, στην προσπάθεια των επιδρομέων να συλήσουν όσα περισσότερα αντικείμενα ήταν δυνατό, οδήγησε στην ερήμωση των Μονών αυτών και στην εγκατάλειψή τους. Η καταστροφή των παλαιότερων από αυτές πρέπει να συντελέσθηκε σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου κυρό Ιωάννη, περί το 889 μ.Χ.

Μεσολαβεί κενό στις πηγές μας, για να φτάσουμε στον 10ο αιώνα, οπότε και θεμελιώνονται οι έκτοτε δυνατές και πυκνές σχέσεις του σαμιακού με τον μικρασιατικό μοναχισμό, στο πρόσωπο και το έργο του του Οσίου Παύλου του Λατρινού, τα αγιολογικά κείμενα του οποίου αποτελούν σημαντικές πηγές για την σαμιακή εκκλησιαστική ιστορία. Ο βιογράφος του μας πληροφορεί για τις συμβουλές που έδινε ο Όσιος, προκειμένου να ξαναχτιστούν οι τρεις Λαύρες που υπήρχαν στο νησί και καταστράφηκαν από τις επιδρομές των Σαρακηνών.

Σύμφωνα με το Βίο, ο Όσιος Παύλος γεννήθηκε στην Ελαία της Περγάμου. Από μικρός έμεινε ορφανός από γονείς και όταν έφτασε στην ηλικία των 17 ετών, ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδελφό του Βασίλειο, ο οποίος ασκήτευε στο όρος Λάτρος, κοντά στη Μίλητο. Η πνευματική του πρόοδος τον ξεχώρισε ανάμεσα στα μέλη της αδελφότητας και μετά τον θάνατο του Ηγουμένου, του πρόσφεραν την Ηγουμενία, την οποία αρνήθηκε αφού ήθελε να είναι απερίσπαστος στην πνευματική του πορεία. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Μονή και συνοδευμένος από άλλους μοναχούς, αναζήτησε ερημικό μέρος για άσκηση. Έτσι ήρθε για πρώτη φορά στη Σάμο. Εδώ όμως προκύπτει το ερώτημα, γιατί διάλεξε την Σάμο και όχι κάποιο άλλο μέρος; Προφανώς ο Όσιος θα είχε πληροφορηθεί για τον ακμάζοντα μοναχισμό της Σάμου, από Σαμιώτες μοναχούς, οι οποίοι εγκαταβίωναν στο όρος Λάτρος.

Ποθώντας λοιπόν την ησυχία και γνωρίζοντας για τον μοναχισμό του Κέρκη, ήρθε στο νησί μας, όπου όπως αναφέρει ο βιογράφος του[14], γνώρισε τον «πρώτον» του νησιού, ο οποίος ονομάζονταν Θεοφάνης. Ο Θεοφάνης τον οδήγησε, κατόπιν της επιθυμίας του Οσίου Παύλου, στο σπήλαιο του Πυθαγόρα, όπου σύμφωνα με την παράδοση έμεινε σ’ αυτό ο αρχαίος φιλόσοφος Πυθαγόρας. Η παράδοση αυτή προφανώς δημιουργήθηκε στα χρόνια των νεοπυθαγορείων φιλοσόφων, αφού οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν τίποτα το σχετικό. Ο Μανώλης Βουρλιώτης ταυτίζει το σπήλαιο αυτό με το σπήλαιο της Σαραντασκαλιώτισσας. Η περιοχή αυτή του Μαραθοκάμπου ήταν ο τόπος της άφιξης του Οσίου κατά την πρώτη φορά που ήρθε στο νησί μας. Η πνευματική του ακτινοβολία ήταν μεγάλη και απετέλεσε κέντρο των ασκητών του Κέρκη. Όπως ήδη αναφέραμε, ο βιογράφος του σημειώνει πως προέτρεπε τους υπόλοιπους μοναχούς να αναστηλώσουν τις τρεις Λαύρες του Κέρκη, τις οποίες διέλυσαν κατά τις επιδρομές τους οι Σαρακηνοί.[15]

Ποιές είναι όμως οι τρεις αυτές Λαύρες; Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα και καθώς υποστηρίζει η τρέχουσα σχετική βιβλιογραφία, κυρίως δε ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης, ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Ιωάννης και ο Μ. Γ. Βαρβούνης, για την Παναγία την Μακρυνή, τον Άγιο Χαράλαμπο Καλλιθέας και τον Άγιο Γεώργιο Δρακαίων.

Η Παναγία η Μακρυνή, είναι μικρός ναός κτισμένος μέσα στο σπήλαιο πού βρίσκεται πάνω από το χωριό Καλλιθέα. Αναστηλώθηκε επί των ημερών του Οσίου Παύλου και αναφέρεται σε σιγίλιο του 1816. Ο Ναός είναι αφιερωμένος στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι τοίχοι καλύπτονται από τοιχογραφίες της εποχής του 13-14 αιώνος.[16]

Ο άγιος Χαράλαμπος, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του χωριού Καλλιθέα. εδώ έμεναν μοναχοί κατά την περίοδο του 8ου έως και του 12ου αιώνος. Ο μικρός ναός φέρει το σχήμα της μονόκλιτης βασιλικής και οι παλαιότερες τοιχογραφίες του ανάγονται στον ΙΔ΄ αιώνα. Ολόκληρη την δυτική πλευρά καταλαμβάνει η τοιχογραφία που αναπαριστά την Δευτέρα Παρουσία.[17]

Τέλος ο Άγιος Γεώργιος, βρίσκεται στα βόρεια του χωριού Δρακαίοι. Πρόκειται για καμαροσκέπαστο μικρό Ναό, ο οποίος είναι γεμάτος με τοιχογραφίες, κάποιες από τις οποίες δεν διακρίνονται ευκρινώς, λόγω υγρασίας και αλάτων και κάποιες είναι ήδη κατεστραμμένες.[18] Η διακόσμηση ανάγεται στον 13ο αιώνα.

Ο Όσιος Παύλος παρέμεινε περίπου 2-3 χρόνια[19] και κατόπιν εντόνων παρακλήσεων των μοναχών του όρους Λάτρος, για να βρεθεί και πάλι κοντά τους, ανεχώρησε από τη Σάμο με προορισμό τον αρχικό τόπο της ασκήσεως του. Επειδή όμως δέχονταν μεγάλη ενόχληση από το πλήθος των επισκεπτών του Λάτρους, και επιθυμώντας πάντα την ησυχία, θα θελήσει να επανέλθει στον Κέρκη. Κατά τήν επάνοδό του, θα τύχει θερμής υποδοχής από τους υπόλοιπους μοναχούς και θα συναντήσει, όπως σημειώνει ο βιογράφος του, δύο ονομαστούς μοναχούς της Σάμου, τον Νικόδημο και τον Κοσμά. Θυμούμενος όμως πάντα τον αρχικό τόπο της ασκήσεως του, θα φύγει και πάλι, οριστικά αυτή τη φορά, από τον Κέρκη, επιστρέφοντας στην μικρασιατική μετάνοιά του.

Από το σημείο αυτό και μετά, δεν βρίσκουμε αναφορές σχετικές με τον μοναχισμό στις πηγές. Προφανώς υποφέροντας από την πυκνότητα των επιδρομών των Σαρακηνών, οι κάτοικοι θα καταφύγουν σε ορεινά μέρη και άλλοι θα εγκαταλείψουν το νησί. Μετά δε τον ανασυνοικισμό του νησιού, στα τέλη του 16ου αιώνα, θεμελιώνονται σταδιακά – και πάλι με μικρασιατική βοήθεια και πρωτοβουλία – και οι μεγάλες μονές της Σάμου που υπάρχουν και λειτουργούν μέχρι σήμερα, η ιστορία των οποίων δεν εντάσσεται στα όρια της παρούσας ανακοίνωσης.

 

Στο νησί της Ικαρίας έχουμε παρόμοια ανάπτυξη του ασκητισμού και του μοναχισμού. Περιοχές στις οποίες σώζονται ερείπια αρχαίων κελλιών, είναι η περιοχή της Πλαγιάς, το Κεραμέ, η περιοχή μεταξύ Κεραμέ και Φάρου.[20]

Η Εκκλησία στην Ικαρία, ακολουθεί τη δική της ιστορία. Από τον 5ο αιώνα έχουμε μαρτυρίες ότι η Ικαρία ήταν Επισκοπή. Μέχρι τον 8ο αιώνα έχει δικό της επίσκοπο, ο οποίος διοικητικά υπάγεται στον Επίσκοπο Ρόδου[21], μαζί με άλλες 15 επισκοπές.

Από υπόμνημα του Πατριάρχου Λουκά Χρυσοβέργη (ήταν πατριάρχης την περίοδο που Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Μανουήλ Κομνηνός), μαθαίνουμε το όνομα ενός Επισκόπου της Ικαρίας, του Κωνσταντίνου. Επίσης ο Κωνσταντίνος αναφέρεται και σε υπόμνημα του Πατριάρχου Αρσενίου του Αυτωρειανού.[22] Στα υπομνήματα αυτά δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία, αλλά στοιχεία που αφορούν τον χαρακτήρα και την πολιτεία του Επισκόπου.

Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το χρονικό σημείο της εκκλησιαστικής ενώσεως της Ικαρίας με τη Σάμο. Αυτό πρέπει να έγινε περίπου τον 13 με 14 αιώνα. Ο Ζερλέντης στο έργο του αναφέρει πως η Επισκοπή Ικαρίας πρέπει να παρέμεινε υπό τον Επίσκοπο Ρόδου μέχρι την κατάληψη της Ρόδου από τους Ιωαννίτες, δηλαδή μέχρι το 1309.[23]

Τον εκκλησιαστικό τίτλο Επίσκοπος Σάμου και Ικαρίας συναντούμε για πρώτη φορά το 1414 και πρόκειται για τον Επίσκοπο Αρσένιο.[24] Ο Γεωργειρήνης υποστηρίζει την υπαγωγή της Εκκλησίας της Ικαρίας στη Σάμο, όταν πλέον η τελευταία έγινε Αρχιεπισκοπή.[25]

Συμπερασματικά λοιπόν, βλέπουμε ότι:

Η διάδοση του χριστιανισμού στη Σάμο, έχει ήδη αποδώσει τον 4ο αιώνα, οργανωμένη χριστιανική κοινότητα με επίσκοπο. Την ίδια εποχή έχουμε και την υπάρξη μοναχών και ασκητών.

Τα σπήλαια, γίνονται τόποι κατοικίας και προσευχής των μοναχών και των ασκητών, που επιθυμούν την πνευματική και σωματική άσκηση. Μεγάλος είναι ο αριθμός των ασκητών, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία συναντούμε στις πηγές, οι οποίοι υπάρχουν ήδη στη Σάμο και οργανώνεται μοναχικός βίος στο όρος Κέρκης.

Κτίζονται πολλές Βασιλικές και κάποιες από αυτές με προσθήκη κτισμάτων, γίνονται μοναστικά κέντρα.

Ακολουθεί διάλυση των πρώτων μοναστηριών, λόγω συχνών επιδρομών πειρατών.

Ο Όσιος Παύλος ο Λατρινός, τον 10ο αιώνα, γνωρίζοντας πως στη Σάμο υπάρχει οργανωμένος μοναχικός βίος και ασκητές, προφανώς από Σάμιους ασκητές του όρους Λάτρος, επιθυμώντας την ησυχία και την άσκηση, επισκέφθηκε δύο φορές τον Κέρκη. Προέτρεψε δε τους ασκητές να αναστυλώσουν τις τρεις Λαύρες του Κέρκηπου διαλύθηκαν από επιδρομές πειρατών.

Παρόμοια ανάπτυξη του μοναχισμού, έχουμε και στο γειτονικό νησί της Ικαρίας. Τα σπήλαια απετέλεσαν και εδώ τους τόπους διαμονής και ασκήσεως των πρώτων ασκητών.

Από όσα εκτέθηκαν ήδη, καθίσταται ανάγκη να προχωρήσει η έρευνα, μέχρι της συνθέσεως μιας ολοκληρωμένης μελέτης σχετικά με την Εκκλησιαστική Ιστορία της Σάμου και απαντήσεως σε ερωτήματα που μέχρι σήμερα παρουσιάζουν ιδιαίτερο πρόβλημα ευρέσεως απαντήσεως, λόγω της παρασιώπησης από τις πηγές.

_______________________________________________

[1] Βασιλείου Στεφανίδου (Αρχιμανδρίτου), Εκκλησιαστική Ιστορία απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήνα 19986 , σ. 153-154.

[2] Σταύρου Φωτίου, Έσοπτρα Ακηλίδωτα, (Ορθόδοξος Μοναχισμός),Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 1997,σ.107.

[3] Βασιλείου Στεφανίδου, ό.π,σ.154-155

[4] Ιωσήφ Γεωργειρήνη, Περιγραφή της Νήσου Σάμου, Επαμεινώνδα Σταματιάδου Επιστολιμαία Διατριβή, Σάμος 1892, σ.40.

[5] Ιωάννου Παπάλη (μητροπολίτου Σιδηροκάστρου), Η εκκλησία της Σάμου από της ιδρύσεως αυτής μέχρι σήμερον, Σάμος 1967, σ.15.

[6] Ιωάννου Παπάλη, ό.π.,σ.16.

[7] Μ.Γ.Βαρβούνης, Σαμιακή Αγιολογική Παράδοση, Βυζαντινός Δόμος 4, 1990,σ. 65-84. Επαμεινώνδα Σταματιάδου, Σαμιακά ήτοι ιστορία της νήσου Σάμου από των παναρχαίων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς,τ.1,Αθήνησι 1862, σ.26-27.

[8] Ιωάννου Παπάλη, ό.π.,σ.104.

[9] Νικολάου Δημητρίου, Η Σάμος, Αθήνα 1929, σ.94.

[10] Επαμεινώνδα Σταματιάδου, Σαμιακά ό.π., τ.4, Εν Σάμω 1886, σ.171.

[11] Ιωάννου Μόσχου, «Λειμών», Πατρολογία Migne, τ.87, σ.2969-2972.

[12] Μανώλης Βουρλιώτης, Ο Όσιος Παύλος ο Νέος στη Σάμο κατά τα έτη 930 και 940 μ.Χ., Σ.Ε., τ.Η, τ.χ. 29-30, Απρίλιος 1984, σ. 54.

[13] Κωνσταντίνου Τσάκου, Σάμος, Ιστορικός και Αρχαιολογικός οδηγός, Εκδόσεις Έσπερος, Αθήνα 2003, σ.90-91

[14] H.Delehaye, “Vita S. Pauli Iunioris in Monte Latro”, Analecta .Bollandiana 11, 1892, 5-74 και 136-182. Fr. Halkin, “ Une Vie pretendue de Saint Athanase l’ Athonite”, Μακεδονικά 5, (1961-1962), σ.242 κ.εξ. Al. Kazhdan, « Paul of Latros », The Oxford Dictionary of Byzantium 3, New York- Oxford 1991, s.1608.

[15] H. Delehaye, ό.π., κεφ. κε΄: «Οις και τας ποτέ μεν ούσας εκεί τρεις λαύρας, υπό δε των υιών της Άγαρ ήδη καταβληθείσας παρήνεσί τε καί έπεισεν αύθις αναστήσαι».

[16] Αγγελική Μητσάνη, Βυζαντινές τοιχογραφίες στη Σάμο, Άγιος Γεώργιος Δρακαίων και Παναγία Μακρυνή Καλλιθέα, Πρακτικά Συνεδρίου «Η Σάμος από τα Βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα», τ. Α΄, Πνευματικό Ίδρυμα Νικόλαος Δημητρίου, Αθήνα 1998, σ. 97.

[17] Ιωάννου Παπάλη, Η Εκκλησία της Σάμου, ό.π., σ. 113-114.

[18] Αγγελική Μητσάνη, ό.π., σ. 88-89. Ιωάννου Παπάλη, Η Εκκλησία της Σάμου, ό.π., σ. 114-115.

[19] Μανώλης Βουρλιώτης, ό.π., σ, 55

[20] Ιωάννου Παπάλη, Η Εκκλησία της Ικαρίας από της ιδρύσεως αυτής μέχρι σήμερον, Σιδηρόκαστρο 1978, σ.74-75.

[21] Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών κανόνων,τ.Ε’, σ.483.

[22] Ιωάννου Μελά, Ιστορία της νήσου Ικαρίας από της καταλήψεως της νήσου υπό των Τούρκων (1521 μ.Χ.) μέχρι της εποχής μας, τ.Β΄., Αθήνα 1957, σ.253.

[23] Π. Ζερλέντη, Ιστορικαί Έρευναι περί τας Εκκλησίας των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου θαλάσσης, εν Ερμουπόλει, τ.Α΄, σ. 57.

[24] Ι. και Α. Σακελλίωνος, Κατάλογος των χειρογράφων της εν Αθήναις Εθνικής Βιβλιοθήκης, Αθήναι 1892, σ.218.

[25] Π. Ζερλέντη, ό.π.,σ.58.

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *