Τρίτη , 19 Μαρτίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Σινεμά ο “Απόλλων” της Λίτσας Ψαραύτη

Σινεμά ο “Απόλλων” της Λίτσας Ψαραύτη

Σινέ “Απόλλων”. Τα πιο μεγάλα ταξίδια και τα πιο τρελά εφηβικά όνειρα τα έζησα σε μια αίθουσα κινηματογράφου, στον Απόλλωνα. Βαθύ Σάμου, δεκαετία του 1950.

Γυμνάσιο κι η αρετή μας καλά φυλαγμένη κάτω από τη μπλε ποδιά με το μακρύ μανίκι και το άσπρο γιακαδάκι. Τη φορούσαμε παντού. Μέσα στην τάξη, στην εκκλησία, στο δρόμο, στην εκδρομή. Και το μάτι των καθηγητών άγρυπνο, να παρακολουθεί μήπως μας δουν με κανένα φουστανάκι χρωματιστό και ξεμανίκωτο.

Απαγορευόταν επίσης τα γέλια και τα χάχανα στο δρόμο κι αν δεν μας συνόδευαν γονείς και κηδεμόνες, δεν μπαίναμε σε ζαχαροπλαστείο μόνες μας. Όσο για κινηματογράφο, ούτε λόγος να γίνεται.

Τόπος απώλειας, διαφθοράς και αμαρτίας κατά τον κ. Παναγιώτου, καθηγητή Θρησκευτικών και προστάτη της αγνότητας των ψυχών και των σωμάτων μαθητών και μαθητριών. Αλίμονο αν τσάκωνε καμιά μας να βγαίνει από τον Απόλλωνα ή το Παλλάς. Πολλές φορές κρυβόταν στα γειτονικά σκαλάκια και παρακολουθούσε. Ο ίδιος δεν έμπαινε ποτέ στην αίθουσα. Είχε τους σπιούνους του, παιδιά του κατηχητικού, που έκαναν μια βόλτα στην αίθουσα και σταμπάριζαν όσους έβλεπαν.

Και να είναι άνοιξη και η ζωή να σε καλεί με χίλια στόματα κι ο Έρολ Φλιν, θεϊκά ωραίος, να νικάει πάντοτε με το σπαθί του κάθε αντίπαλο για τα μάτια της καλής του. Κι η Λίντα Ντάρνελ, μελαχρινή καλλονή στο “Αίμα και άμμος” να προσεύχεται στη Μαντόνα για να βοηθήσει τον αγαπημένο της ταυρομάχο με τα πράσινα μάτια που έσφαζαν πιο πολύ κι απ’ το σπαθί του.

Η μεγάλη αμαρτία της παρέας ξεκινούσε νωρίς τ’ απόγευμα, την ώρα που πηγαίναμε στο γυμνάσιο. Κάναμε μια στάση στο Λιοντάρι, στην πλατεία του Βαθιού. Εκεί, μέσα σε ξύλινα πλαίσια, οι δύο κινηματογράφοι τοποθετούσαν το “προσεχώς”. Μια αφίσα με την ονομασία του και γύρω γύρω μεγάλες φωτογραφίες με σκηνές από την ταινία και τους πρωταγωνιστές να μας θαμπώνουν με τη λάμψη τους.

Κι άντε εσύ, με τα δεκαπέντε σου χρόνια να βράζουν στις φλέβες σου και το μυαλό σου στα μάτια του Έρολ Φλιν, ν’ αγωνίζεσαι να λύσεις το θεώρημα, να βρεις το απαρέμφατο ή τον υπερσυντέλικο του ειμί και σκασίλα σου αν η βασίλισσα αγαπάει τα ρόδα (regina rosas amat).

Η αμαρτία ολοκληρωνόταν το απόγευμα της Κυριακής και τη γευόμασταν δύο, τρεις, οι πιο τολμηρές. Εγώ, η Γιάννα, η Μακή, καμιά φορά κι η Αθηνά (γεια σας φιλενάδες!). Με το χαρτζιλίκι στην τσέπη – ίσα ίσα έφτανε για το εισιτήριο στον εξώστη – ανηφορίζαμε για την απογευματινή παράσταση του Απόλλωνα. Είχαμε τα μάτια μας τετρακόσια μέχρι να μπούμε.

Σύμμαχος και προστάτης μας ο κύριος Ηλίας, επιχειρηματίας του κινηματογράφου. “‘Μακριά”, μας έγνεφε με το χέρι όταν ήταν στην αίθουσα καθηγητής κι εμείς προσπερνούσαμε την πόρτα του παραδείσου, τάχα αδιάφορες, ενώ μέσα μας βράζαμε από ανίσχυρη λύσσα. Ο καλός κύριος Ηλίας! Κι εμείς οι αχάριστες βρίσκαμε χίλιους τρόπους για να σουφρώσουμε τις φωτογραφίες των ηθοποιών από την πλατεία. Αφού χορταίναμε τον Έρολ Φλιν, τον ανταλλάσσαμε μεταξύ μας με τον Ρόμπερτ Τέιλορ ή τον Νέλσον Έντι και την Χέντι Λαμάρ με τη Ζανέτ Μακντόναλντ. Άλλες φορές ο κύριος Ηλίας μας έλεγε: “Είναι μέσα ο Λυμπέρης” και τότε μπαίναμε άφοβα, ο καθηγητής των Γαλλικών ήταν ψυχούλα.

Τρία πρόσωπα στέκονταν πάντοτε στην είσοδο: Ο κύριος Ηλίας, ο εφοριακός κι ένας χωροφύλακας. Ο τελευταίος για να μην διασαλευτεί η τάξη όταν γινόταν στριμωξίδι. Α, ναι, ξέχασα τον ταμία μέσα στο κουβούκλιο που έκοβε τα εισιτήρια. Τι θυμήθηκα τώρα… Ένα βράδυ κάποιος στην πλατεία φώναξε “φωτιά”. Εκείνες τις μέρες έκανε τον ταμία ο Στέλιος Στυλιανίδης. Έγινε πανικός, σύγχυση, κι ο Στέλιος κατάφερε και βγήκε από τη θυρίδα του ταμείου ! Και δεν ήταν μισή μερίδα άνθρωπος, για όσους τον θυμούνται… (Στέλιο, γεια σου, εκεί ψηλά που βρίσκεσαι…).

Εκείνο, λοιπόν, το κυριακάτικο απόγευμα η παράσταση είχε αρχίσει νωρίς. Μεγάλο το έργο και πού να χωρέσουν όλα “Οσα παίρνει ο άνεμος”. Η παρέα πιάσαμε στασίδι πρώτη σειρά στον εξώστη για να βλέπουμε ποιος μπαίνει. Ξέραμε όλους τους σπιούνους του Παναγιώτου.

Κι εκεί που η Σκάρλετ Ο Χάρα κατέβαινε τη μαρμαρένια σκάλα του γκρεμισμένου αρχοντικού της, ντυμένη μ’ ένα πράσινο φουστάνι ραμμένο με τ’ απομεινάρια μιας κουρτίνας βελουδένιας, για να συναντήσει τον Ρετ Μπάτλερ, πέφτει σύρμα: “Μπήκαν κάτω οι σπιούνοι του Παναγιώτου”. Ήταν θέμα χρόνου να κάνουν τη βόλτα τους και στον εξώστη. Οι άλλες δύο της παρέας κατρακύλησαν τα σκαλιά κι έγιναν καπνός. Εγώ δε σάλεψα από τη θέση μου. Κι ο ίδιος ο Θεός να κατέβαινε δεν το κουνούσα πριν δω το τέλος. Και μόνο όταν η Σκάρλετ είπε “Θα το σκεφτώ αύριο που ξημερώνει άλλη μέρα” κι έπεσε το “Τέλος”, σηκώθηκα να φύγω.

Έμεινα ξάγρυπνη όλη νύχτα να ονειρεύομαι. Τη γενναία Σκάρλετ, την κλαψιάρα Μέλανι, το δειλό Ασλι και τον Ρετ, αχ! τον Κλαρκ Γκέιμπλ, που έκαιγε καρδιές. Κατά το ξημέρωμα ένα αγκάθι άρχισε να μου τριβελίζει το μυαλό. Κι αν με μαρτυρήσουν αύριο στον Παναγιώτου; Όλα αυτά τα χρόνια με είχε στο μάτι, καλή μαθήτρια μεν, αμφισβητούσα όμως φανερά πολλά σημεία της διδασκαλίας του. Ασε που είχα κάνει κιόλας την πρώτη μου επανάσταση. είχα καταργήσει τον άσπρο γιακά και τα καλοκαίρια σήκωνα τα μανίκια πάνω απ’ τον αγκώνα!

Αφορμή, λοιπόν, ήθελε για να μου ρίξει καμιά τριήμερη αποβολή. Αφού βασανίστηκα κάμποση ώρα, γύρισα πλευρό και, σαν άλλη Σκάρλετ Ο’ Χάρα, αποφάσισα ότι είχα καιρό. Αύριο ξημέρωνε άλλη μέρα…

Δευτέρα, πρώτη ώρα Θρησκευτικά κι ο Παναγιώτου μπήκε στην τάξη. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου κι ας έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια. Παχουλός, με πρόσωπο ροδοκόκκινο, ένα γελάκι διφορούμενο, αθώο, ύπουλο, και χέρια άσπρα κι αφράτα σαν προζύμι.

  • Χατζησταυρινού, όρθια…. Η πρώτη του κουβέντα. Στην τάξη έπεσε παγωμάρα.
  • Λοιπόν, πώς ήταν χθες το έργο;

Συνέχισε με το πρόσωπο γυρισμένο στο παράθυρο. Ποτέ δεν μας κοιτούσε κατάματα, ακόμα κι όταν τον πλησιάζαμε στο διάλειμμα για να μας λύσει κάποια απορία. Το μυαλό μου κόντευε να πάθει βραχυκύκλωμα απ’ τις στροφές που έπαιρνε για να βρει απάντηση σε μια τόσο απλή ερώτηση. Και τότε ήρθε η σωτηρία από το πίσω θρανίο, η φωνή της Αθηνάς:
-Πες του το δίδαγμα, το δίδαγμα…

Μονομιάς ο νους μου φωτίστηκε. Πώς δεν το σκέφτηκα! Ο Παναγιώτου είχε πάθος με τα διδάγματα κι εγώ ήμουνα άφθαστη. Μπορούσα να βγάλω ηθικό δίδαγμα μέσα από τον πιο αμαρτωλό βούρκο.

-Μάλιστα, κύριε… Το έργο ήταν πολύ διδακτικό. Μια βασανισμένη και πεινασμένη κοπέλα, μεγάλωσε το ορφανό της φίλης της που πέθανε κι όταν δυο στρατιώτες που κρύωναν της ζήτησαν μία κουβέρτα για να ζεσταθούν, εκείνη τους έδωσε δύο. Όπως είπε και ο Χριστός “ο έχων δύο χιτώνας…” Αράδιασα όσες μπούρδες μου κατέβηκαν στο κεφάλι, γλίτωσα….

Ο Απόλλων δεν υπάρχει πια, όπως δεν υπάρχουν οι λιθόστρωτοι δρόμοι, τα παλιά σπίτια, οι αυλές κι η παραλία του Βαθιού που κάναμε τον περίπατό μας. Τα πήρε κι αυτά ο άνεμος… Χάθηκε κι η ηλικία των θαυμάτων κι οι ταινίες δεν με κρατούν πια άγρυπνη ως το πρωί. Η ζωή κυλάει κι όσο κι αν θεωρείται ξεπερασμένο να νιώθει κανείς τρυφερός, η ομορφιά κι η γοητεία εκείνης της ηλικίας θα εξακολουθούν, έστω και κάπου κάπου, να μας συγκινούν και να μας μαγεύουν.

Πηγή: Περιοδικό “Απόπλους”

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *