Σάββατο , 20 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Ιστορικά στοιχεία: Μαρτυρίες περιηγητών της Σάμου κατά το 17ο και 18ο αιώνα

Ιστορικά στοιχεία: Μαρτυρίες περιηγητών της Σάμου κατά το 17ο και 18ο αιώνα

Περιηγητικά της Σάμου κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Από το βιβλίο “Η Σάμος” έκδοσης 1959. Διατηρήσαμε την ορθογραφία και μετατρέψαμε το κείμενο σε μονοτονικό)

Απο ξένους που ταξειδέψανε στα μέρη της Ανατολής μαθαίνομε πάλι για τη Σάμο, όπως την είδε καθένας με τα μάτια του, αναλόγως τι άκουσε ή ξεσήκωσε, αληθινά και φανταστικά.

Ο Φράγκος καλόγερος Buodelmonte γράφει στά 1442 πως «υπάρχει καθώς λένε μερικοί, στη μέση του νησιού ένα μέρος που κάνει μήλα κι επιτρέπεται στον καθένα να φάει.  Αν θέλει απ τα φρούτα τούτα να πάρει και μαζί του ο δρόμος κλείνει. Αν δεν σηκώσει τίποτα, ο δρόμος είναι ανοιχτός.”

Ο Αγγλος Sandys  πέρασε απ’ τη Μικρασία στη Σάμο στα 1610 και σημειώνει πως «σ’ όλα είναι καρπερή, εκτός από αμπέλια» . . . «Και βορειοανατολικά είνε ορεινή, κλεισμένη με απάτητους βράχους, παραμέσα δάση ψηλά, κατάλληλα για ναυπηγική».

Στα 1656 ο Γάλλος Thevenot γράφει πως «είνε νησί πολύ άγονο έτσι όπως μπόρεσα και το είδα». Και παρακάτω, «στάθηκα να παρατηρήσω πολύ προσεχτικά τη Σάμο και βλέποντας στη στεριά ένα φως, που μου φάνηκε σαν κερί, ρώτησα έναν Χιώτη εύπορο άνθρωπο τι ήτανε και μου αποκρίθηκε πως το φως αυτό φαινότανε κάθε νύχτα στο ίδιο μέρος και πως πολλοί πήγανε πολλές φορές στο μέρος αυτό να το βρούνε μα δεν τόβρανε ποτέ, το βλέπανε από μακριά και το χάνανε μόλις πλησιάζανε. Και πως υπάρχει εκεί στο ίδιο μέρος πάνω – κάτω που φαίνεται το φως, μιαν αρχαία εκκλησία χριστιανική ερειπωμένη ώστε πιστεύουν πως το φως αυτό έχει κάποιο μυστήριο».

‘Ο Ιωσήφ Γεωργειρήνης απ’ τη Μήλο, είχε τίτλο επίσημο «αρχιεπισκόπου Σάμου» αλλά δε βάσταξε τους διπλούς διωγμούς Φράγκων και Τούρκων, πήγε στην Πάτμο, έπειτα στην Αγγλία, όπου στα 1678 έβγαλε βιβλίο και περιγράφει την κατάσταση της επισκοπής του. Σημειώνει ότι «βαθμηδόν η νήσος επληρώθη κατοίκων και ήδη περιλαμβάνει οκτω και δεκα κωμοπόλεις και χωρία». Σημειώνει συγκεκριμένα το Τηγάνι: «ερείπια παλαιού λιμένος δια κάτεργα, καλείται δε ούτος υπό των Σαμίων Τηγάνι διά το κυκλοτερές αυτού σχήμα», τη Μεγάλη Χώρα «διότι είναι η μεγαλυτέρα της νήσου πόλις. Εν αυτή έχουσι την έδραν οι άρχοντες της νήσου», τους Μύλους «εκ της πληθύος των υδρομύλων ους κινεί ο Ιμβρασος», τον Παγώνδα, τους Σπαθαραίους, τον Πύργο, τοος Αρβανίτες, τον Πλάτανο, το Μαραθόκαμπο, την Καστανιά, τη Λέκα, το Καρλόβασι, «μεγαλειτέρα μετά την Χώραν πόλις», τους Φούρνους, «κωμόπολις άξια λόγου δια τας αυτόθι κατασκεναζομένας πήλινους υδρίας, πίθους και άλλα αγγεία άτινα έκπαλαι παρ Έλλησι και Ρωμαίοις ετιμώντο», τους Βουρλιώτες, «δέκα μίλλια απώτερον τού μοναστηριού (της Βροντιανής) η κωμόπολις Βαθέος», κλπ. έπειτα το Παλιόκαστρο «...ο οίνος αυτού και ιδίως ο ανθοσμίας είναι εξαίρετος», οι Μυτιληνιοί «εκ διακοσίων περίπου οικιών κα δύο εκκλησιών, αποικία της νήσου Μυτιλήνης» «…εξ ης ηρξάμεθα και ένθα ετελειώσαμεν την της νήσου περίβασιν» κλπ. Σημειώνει 3 Μοναστήρια, τη Βροντιανή, το Σταυρό και την Παναγία των πέντε Οσπητίων δηλαδή τη Μεγάλη Παναγία.

Δίνει πολλές πληροφορίες για τη διοίκηση και τους φόρους, για το χαράτσι που στη Σάμο «μόνοι οι έγγαμοι πληρώνουσιν άλλ’ αν έγγαμος τις αποβιώσει καταλείπων άρρεν τέκνον, ο κεφαλικός φόρος του τέκνου ζητείται, εκτός εάν αυτό θηλάζει έτι».
Λέει για την ευφορία του νησιού πως «οι κάτοικοι αυτής δεν έχουσι χρείαν εκ της αλλοδαπής αλλ’ ή σίτου και άλατος». Για την «αφθονία παντοειδών δένδρων» και πως ο τόπος παράγει «πίσσαν, βάμβακα, σίτον, έλαιον μέλι και οίνον, εκ της υποστάθμης του οποίου κατασκευάζουσι τον Οκτώβριον οινόπνευμα πολύ, όπερ οι εγχώριοι καλούσιν ασυγχώρητον διότι καθ’ ον χρόνον κατασκευάζουν αυτό, προσκαλούσι πάντας τους παροδίτας ινα πίωσι, επιτιμώντας τους άρνουμένους διά των λέξεων, αν δεν έλθης να είσαι ασυγχώρητος».

Γράφει για «πλούσια ποίμνια προβάτων και αιγών», για το πως δεκατίζονται τα βούτυρα, τα κρασιά, το οινόπνευμα και το λάδι, «κατ’ αρχαίαν εκτίμησιν εν τοις βιβλίοις του δικαστηρίου εγγεγραμένην», επίσης το μετάξι, αν και «μέχρις εσχάτων φόρος επί των μεταξών δεν υπήρχε διότι αυται ελογίζοντο βιομηχανία γυναικεία, αλλά αγά τίνος ζητήσαντος ολίγην μέταξαν ίνα κατασκευάση ζώνην και των κατοίκων εκ φιλοφροσύνης προσενεγκόντων αυτώ κάνιστρον πλήρες τοιαύτης, καθιερώθη έκτοτε φόρος επ’ αυτής εφ’ όσον ο αγάς απήτησε και το επιόν έτος την αυτήν της μετάξης ποσότητα ως οφειλομένην δήθεν αυτώ».

Τό ίδιο είχε γίνει με φόρο του βουτύρου, «εκ τής απερισκέπτου μεγαλοδωρίας εύπορου τίνος Σαμίου όστις θέλων ινα ευάρεστος τω αγά γίνηται προσήνεγκεν αυτώ μεγάλην βουτήρου ποσότητα, έκτοτε δ’ εκείνος ένομιμοποίησε την προσφοράν ως τεταγμένον φόρον». Καί σημειώνει παρακάτω πως «τα πάθη πολλών οκνηρών κι η δουλοφροσύνη ματαιεί πάσαν, παντός φιλοπάτριδος απόπειραν υπέρ απαλλαγής ή θεραπείας των δεινών αυτών διότι δεν λείπουσι πάντοτε μεταξύ των εγχωρίων προδόται, οιτινες δι ίδιον συμφέρον εξαγγέλουσι τοις υπαλλήλοις του αγά παν κίνημα ή πάντα λόγον ελευθεριάζοντα κλπ».
Τέλος γράφει για την εκκλησιαστική εξουσία στη Σάμο, τους ιεράρχες της Σάμου κατά σειρά, διάφορα έθιμα, τις ενδυμασίες κι άλλα παρόμοια.

Στα 1702 έκανε στη Σάμο μεγάλη περιοδεία ο Tournefort και μάζεψε πληροφορίες άμεσες. Λογαριάζει ότι «δεν υπάρχουν τώρα στη Σάμο, παραπάνω από 12.000 άνθρωποι, όλοι ορθόδοξοι. Μόνο 3 σπίτια Τουρκικά υπάρχουν του Καδή, του αγά πού κατοικούν κι οι δυό στη Χώρα κι ενός υποαντιπροσώπου του Αγά, που μένει στο Καρλόβασι ή στο Βαθύ, έδρα και του υποπροξένου της Γαλλίας». Σημειώνει σχεδόν όλα τα χωριά που σημείωσε ο Γιωργειρήνης. Τη Χώρα με τα 600 σπίτια την ήβρε μισοάδεια από τον καιρό της επιδρομής του Βενετσιάνου στρατηγού Μοροζίνη. Τον Παγώντα τον γράφει Β α υ ό ν δ α και μάλιστα μ’ ελληνικά στοιχεία, σε υποσημείωση. Τον Πλάτανο τον λέει «ομορφώτερο απ ολα τα χωριά». Το Καρλόβασι δεν έχει λιμάνι κι αναφέρει το Σ ε ϊ τ ά ν ι, εννιά μίλια παρακεί. Το Βαθύ το λογαριάζει μέ 300 σπίτια και 5-6 εκκλησιές.

Αναφέρει 7 Μοναστήρια και 200 κληρικούς και περισσότερους καλογέρους. «ώστε οι ανθρωποι της εκκλησίας είναι οι αφέντες του νησιού», ο επίσκοπος «… εκτός απ την περιουσία της εκκλησίας έχει σημαντικά εισοδήματα απ τον αγιασμό των Υδάτων και των κοπαδιών, που γίνεται αρχάς Μαίου. Όλα τα γαλατερά και τυριά που κάνουνε τη μέρα του Αγιασμού ανήκουν στον Επίσκοπο. Του δίνουν και δύο ζώα από κάθε κοπάδι».

‘Ωστόσο παριστάνει τη Σάμο αρκετά πλούσια και καλοπερασμένη. Για τα σταφύλια της λέει: «Τα μοσχάτα είναι τα πιο έμμορφα καα τά καλύτερα φρούτα του νησιού. Την εποχή που είναι ώριμα, τ αμπέλια γεμίζουνε κόσμο, τρώει καθένας όσο θέλει, οπού προτιμά. Το κρασί θατανε καλό αν ξέρανε να το κάνουνε και να το βάλουνε στα βαρέλια, μα οι Έλληνες είναι ακάθαρτοι και δε θα μπορούσανε να βασταχτούνε και να μη βάλουνε μέσα νερό», Αμέσως όμως παρακάτω συνεχίζει: «Ωστόσο ήπια πολύ καλό μοσχάτο κρασί στη Σάμο, καμωμένο μ επιμέλεια για τους εμπόρους μας της Σμύρνης». Η τιμή του : 4 φράγκα το φορτείο, δηλαδή το 1  1/2 βαρέλι, που εχει το καθένα βάρος 158 λίβρες και 4 ουγκιές. Παραγωγή κάθε χρόνο περίπου 3.000 βαρέλια. Κατά τον Τουρνεφόρ, δεν πληρώνει φόρο το κρασί—εδώ δέ συμφωνεί με το Γεωργειρήνη—εκτός από ένα έξαγωγικό 4 ή 5 ο/ο αλλά πληρώνει 40 σόλδια τα χρόνο κάθε άμπελοφυτεία πού είναι 50 βήματα μάκρος X 20 φάρδος. Λέει, πώς «το μετάξι του νησιού αυτού είναι πολύ ωραίο, το μέλι και το κερί εξαίρετα».

Επίσης ότι «το νησί έχει άφθονο κυνήγι, πέρδικες, μπεκάτσες, ξυλόκοτες, ορτίκια αγριοπερίστερα, τρυγόνια, μπεκαφίκους. Καί τα πουλερικά είναι έξοχα. Δεν υπάρχουνε κουνέλια στη Σάμο, αλλά πλήθος λαγοί, αγριογούρουνα, κατσίκια άγρια και μερικές λαφίνες. Θρέφει και πολλά κοπάδια, περισσότερα κατσίκια παρά πρόβατα».

Περπάτησε και τα φαράγγια του Κέρκη, ταλαιπωρήθηκε φαίνεται αρκετά. Λέει για το Κακοπέρατο πως είναι «ασφαλώς απ τά φοβερώτερα ερημητήρια που είδα στη ζωή μου, πηγαίνει κανείς (στη Σπηλιά) από μονοπάτι που έχει μάκρος πάνω κάτω 350 βήματα, καμωμένο από χέρια ανθρώπου, σε βράχους απότομους, σε πολλές μεριές το φάρδος δεν είναι παραπάνω από μισό πόδι, αριστερά στηρίζεσαι με δυσκολία στα βράχια, δεξιά είναι φυσικός γκρεμνός κρεμαστός, ο άνθρωπος θα γίνει κομάτια αν τύχει να ξεφύγει το πόδι του».

Ό Pococke στα 1739, τρεις γενεές περίπου από τότε που ξανακατοικήθηκε  η Σάμο, γράφει λίγο—πολύ τα ίδια της εποχής εκείνης και για τις αρχαιότητες. Για το Τηγάνι, λέει, πως: Υπάρχει μια μικρή αγκάλη στον κάβο Ποσειδώνα προς τα δυτικά, είναι το αρχαίο λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Σάμου ονομαζόμενο λιμάνι του Τηγανιού κλπ.». Η αγκάλη είναι μικρή κι είναι πολύ κακό λιμάνι εκτεθειμένο στους Νοτιάδες, τα μικρά πλοία τα προφυλάει ένας μικρός κάβος. Η θάλασσα ωστόσο φτάνει τόσο μέσα ωστε το χειμώνα δεν είναι ασφαλισμένα από ζημιές. Ένας μώλος τεχνητός, καταστραμένος τώρα, ήταν χτισμένος απ’ το κέντρο της αγκάλης, τραβούσε προς τον κάβο και σχημάτιζε το στενό μπάσιμο του αρχαίου λιμανιού όπως και του σημερινού. Αυτό αν και δε φαίνεται να είναι σπουδαίο έργο ίσως είναι απομεινάρια του μώλου εκείνου που τον θεωρούσανε σαν ένα απ τα θαύματα της Σάμου και που ήταν όπως λένε, 250 δρασκελιές μάκρος. Φαίνεται ότι το λιμάνι βούλωσε από μέσα, κι η θάλασσα τραβήχτηκε απ τη δυτική πλευρά γιατί βρίσκεται ένα ίσωμα ως 100 δρασκελιές φάρδος, που φτάνει σ’ ένα ερείπιο ευρύχωρο κι αυτό με την κλίση που έχει φαίνεται σα θεμέλιο καμιάς σκάλας που κατέβαινε προς τα καράβια, ώστε μπορούσανε να φτάσουν στη θέση τούτη, άμα ήταν καθαρισμένο το λιμάνι και σίγουρο, μπορούσανε ν’ αράξουν τα καράβια κιί να προφυλαχτούνε απ όλους τούς καιρούς, όταν ήταν κι ο μώλος ακέραιος».

Γιά το Βαθύ λέει πως «έχει ώς 500 σπίτια -ο Τουρνεφόρ σημείωσε 300- κι έξη εκκλησιές, με καμπάνα η κάθε μιά, όπως έχουν όλες οι εκκλησιές στο νησί αυτό».

Τον Καρβούνη τον γράφει «Καρά Μπουνιέ» «Cara Bounieh» και τον μεταφράζει «Μαύρο Βουνό» «Black Hill» σα νάχει τούρκικη προέλευση τ’ όνομά του. Σημειώνει πώς είναι «το ψηλώτερο βουνό του νησιού» και τον συγχέει με τον Κερκετέα των αρχαίων.

Επιλογή, μετάφραση απ΄τα πρωτότυπα:  Ελλη Παπαδημητρίου

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …