Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024
elen
Home / Ιστορία / Ο τύραννος Πολυκράτης

Ο τύραννος Πολυκράτης

Ο τύραννος Πολυκράτης ήταν γιός του Αιάκη και εγγονός του Συλοσώντα. Λογάριαζε να ακολουθήσει στη διοίκηση το δρόμο του πατέρα του και του παππού του μα οι γεωμόροι του χάλασαν τα σχέδια. Ανακάλυψε πως ετοίμαζαν ξεσηκωμό για την κατάληψη της εξουσίας και κινήθηκε να τους προλάβει.

Γεωμόροι λεγόταν οι κτηματίες και γενικά οι πλούσιοι. Το πολίτευμα, που υποστήριζαν, ήταν οι ολιγαρχία. Οι λίγοι να κυβερνούν. Οι άλλοι όλοι, τεχνίτες, εργάτες, γεωργοί, θαλασσομάχοι, έμποροι, γενικά η φτωχολογιά, λεγόταν δήμος (λαός).
Για να επιτύχουν κάθε φορά στις εκλογές και να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία, έδιναν υποσχέσεις στο λαό, πως αν εκλεγούν, θα υποστηρίξουν την ελευθερία, την ισότητα, το δίκαιο και τη γενική καλοπέραση. Άμα όμως κέρδιζαν, έκαναν ακριβώς τα αντίθετα. Αντί ελευθερία, εξορίες και καταπίεση. Αντί ισότητα, φαυλοκρατία ανυπόφορη. Και αντί δικαιοσύνη και καλή διοίκηση, άγρια εκμετάλλευση.

Μια μέρα, λοιπόν, που κόσμος πολύς απ’ όλες τις τάξεις, πήγε στο ναό της Ήρας και άοπλοι, όπως ήταν συνήθεια, μπήκαν μέσα να προσευχηθούν, ο Παντάγνωτος και ο Συλοσώντας, τα δυό αδέλφια του Πολυκράτη ξολόθρεψαν όλους τους πανηγυριώτες γεωμόρους.
Την ίδια ώρα ο Πολυκράτης έπιασε τους ανύποπτους γεωμόρους της πόλης Σάμου.

Στην αρχή τα τρία αδέλφια μοίρασαν το νησί σε τρία μέρη και πήρε το καθένα απο ένα. Ο Πολυκράτης κράτησε την Αστυπάλαια. Την πόλη Σάμο δηλαδή και το κάμπο της Χώρας. Ο Παντάγνωτος  πήρε τη Χησία, απο το Μυτιληνιό ρέμα και πέρα ανατολικά και ο Συλοσώντας το δυτικό τμήμα του νησιού, την Αισχριονία, όπως την έλεγαν.

Ύστερα όμως απο λίγο διάστημα, ο Πολυκράτης είτε από απλή υποψία, είτε από πραγματική ανακάλυψη σχεδίων των αδελφών του για επανάσταση εναντίον του, σκότωσε, πάνω σε φιλονικία, τον Παντάγνωτο και έστειλε εξορία τον Σολοσώντα. Έτσι, αντί προτύραννος, που λογάριαζε, βρέθηκε τύραννος. Τύραννος πολύ σκληρός, μα και ικανότατος.

Ακολουθώντας το συνηθισμένο δρόμο των τυράννων, κατάργησε αμέσως όλες τις ελευθερίες του λαού και πήρε τα πιο σκληρά μέτρα για την ασφάλεια της ζωής του και της εξουσίας: Συλλήψεις αντιπάλων, φυλακίσεις, εξορίες κι εκτοπισμούς, βασανιστήρια και καταδίκες ενόχων και μη. Κανείς δεν είχε σίγουρο το κεφάλι του. Οι διαβολές, οι εκδικήσεις και οι συκοφαντίες πέρασαν κάθε προηγούμενο.

Απαγόρεψε τις συγκεντρώσεις στα γυμναστήρια και υποχρέωσε να δουλεύουν όλοι αναγκαστικά σε διάφορα δημόσια έργα, για να μη βρίσκουν καιρό για ξεσηκώματα. Έστελνε όσους λογάριαζε για επικίνδυνους, στις πιο δύσκολες εκστρατείες, με την ελπίδα να σκοτωθούν και να γλιτώσει.

Έκαμε αξιόμαχο στόλο, για να μπορεί, από τη μία, να εμποδίσει αποτελεσματικά κάθε ξένη επέμβαση κι από την άλλη για να μπορεί να κάνει εκστρατείες στα διάφορα νησιά, την αντικρινή Μικρασία και τη Θράκη, απ’ όπου νικώντας έφερναν πολλούς αιχμαλώτους για τα έργα και πλούσια λάφυρα. Ιδιαίτερα πετυχημένες ήταν οι νίκες του στους πολέμους ενάντια στους Λεσβίους και τους Πριηνείς και Μιλήσιους ενωμένους.

Αλλά και τον Κύρο, το μεγάλο βασιλιά των Περσών, αυτόν που έκαψε το Ηραίο, τον απόκρουσαν οι Σάμαινες του Πολυκράτη και τον ανάγκασαν να φύγει άπρακτος. Επίσης και τους δυνατούς Λακεδαιμονίους κατάφεραν να αντικρούσουν.

Αιτία του πολέμου αυτού ήταν ο φθόνος της Σπάρτης για την δύναμη της Σάμου, που πλήθαινε κάθε μέρα. Αφορμή όμως έδωκε ένας κρατήρας: Υποχρεωμένοι στον Κροίσο, το βασιλιά της Λυδίας, οι Λακεδαιμόνιοι, για μια μεγάλη δωρεά χρυσού που τους είχε κάμει, του έστειλαν κι αυτοί σαν αντάλλαγμα έναν πελώριο χάλκινο κρατήρα, στολισμένο με πολλά σκαλίσματα. Ο κρατήρας όμως αυτός δεν μπόρεσε να φτάσει στον προορισμό του, γιατί όπως έλεγαν οι Λακεδαιμόνιοι ναύτες, τους τον άρπαξαν κάποιοι Σαμιώτες. Αντίθετα, οι Σαμιώτες έλεγαν, πως οι Λακεδαιμόνιοι μάθανε πως ο Κροίσος πέθανε και τράβηξαν για την Σάμο, όπου πούλησαν τον κρατήρα, σε κάποιους Σαμιώτες πλούσιους. Και για να δικαιολογηθούν στους άρχοντές τους έπλασαν την ψευτιά της αρπαγής. Οι αγοραστές του κρατήρα τον αφιέρωσαν στο Ηραίο.

Ο Πολυκράτης έκαμε ακόμα και τις παρακάτω ενέργειες:
Έστειλε σε διάφορα μέρη Σαμιώτες κι έκαμαν διάφορες αποικίες, για να αυξήσει τα εισοδήματά του από τη μία και από την άλλη για να απαλλαχτεί, όπως είπαμε και παραπάνω, από μερικούς ύποπτους και επικίνδυνους αντιπάλους του.
Τότε έγιναν οι αποικίες: Έφεσσος και Άναια στη Μικρασία. Αμοργός και Σαμοθράκη στο Αιγαίο. Πέρινθος και Βησσάνθη (Ρεδαιστός) στη Θράκη και Ζάγγλη ή Μεσσήνα στη Σικελία.

Έκαμε συμμαχία με πολλούς βασιλιάδες και άρχοντες άλλων χωρών, για να έχει την υποστήριξή τους όποτε τυχόν τη ζητήσει. Σπουδαιότεροι από τους φίλους και σύμμαχους αυτούς ήταν ο βασιλιάς της Αιγύπτου Άμασις και ο Λύγδαμιις ο τύραννος της Νάξου.
Ξεχωριστές σχέσεις έπιασε με το ιερό νησί της Δήλου, με σκοπό, που δεν πραγματοποιήθηκε, να το κάμει πανελλήνιο κέντρο, που θα οργάνωνε εκστρατεία των ενωμένων Ελλήνων ενάντια στους Πέρσες. Αυτό που κατάφερε να κάμει αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος. Αφιέρωσε μάλιστα στη Δήλο τη Ρήνεια, δένοντάς την πίσω με αλυσίδα. Και για ενθύμιο, όρισε να γίνονται κάθε χρόνο εκεί αγώνες πανελλήνιοι, που τους έλεγαν Δήλια και Πύθια.

Οχύρωσε τέλος καλά την ακρόπολη, όπου ήταν το παλάτι του, κλείστηκε μέσα εκεί και δεν επέτρεπε σε κανένα, μηδέ σ’ αυτή την γυναίκα του ακόμα, να μπει προτού γίνει έρευνα και αποδειχτεί πως ήταν άοπλη. Χίλιοι μισθοφόροι Κάρες και Ναξώτες φρουρούσαν την ακρόπολη μέρα και νύχτα.

Ειρηνικά έργα του Πολυκράτη:

Θέλοντας ο Πολυκράτης να εντυπωσιάσει το λαό, πως φροντίζει πάντα για το καλό του και να προκαλέσει έτσι την αγάπη και την εμπιστοσύνη του, φρόντισε για όλα όσα φέρνουν την ευτυχία και πρόοδο σ’ έναν τόπο:

Για την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας φρόντισε να φέρει από άλλα μέρη διάφορες ποικιλίες φυτών, δέντρων και λουλουδιών, καθώς και διάφορες ράτσες ζώων. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έδειξε, όχι μόνο για την πολεμική αλλά και για την εμπορική ναυτιλία. Τα σαμιώτικα εμπορικά καράβια ταξίδευαν σ’ όλες τις θάλασσες του τότε γνωστού κόσμου. Ο πρώτος καπετάνιος, που πέρασε το Γιβραλτάρ (Ηράκλειες Στήλες) και βγήκε στη μεγάλη θάλασσα, στον ωκεανό, Σαμιώτης ήταν. Κωλαίο τον έλεγαν. Μαζί με τις Σάμαινες, τα πολεμικά πενηντάκουπα καράβια, έκαμαν την Σάμο, για κάμποσο καιρό, θαλασσοκρατόρισσα.

Μεγάλο ακόμα ενδιαφέρον έδειξε για όλες τις τέχνες: Τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αγγειοπλαστική, την υφαντουργία και άλλες. Τα σαμιώτικα αγγεία ήταν πολύτιμα. Τα πήλινα λεπτουργήματα πουλιόνταν σαν να ήταν καμωμένα από μάλαμα.

Τα σπουδαιότερα ειρηνικά έργα του Πολυκράτη:

Πολλά και διάφορα έργα έκαμε ο Πολυκράτης στη Σάμο. Αυτό, άλλωστε, ήταν το παλιό του όνειρο και η μεγάλη του φιλοδοξία. Όλα σπουδαία και αξιοθαύμαστα. Τρία όμως ξεχώριζαν: Το Άστυ, το εν θαλάσση χώμα και το Ηραίο. Αυτά δόξασαν και τη Σάμο και τον Πολυκράτη. Αυτά θαύμαζε και θαυμάζει, ως τώρα, έστω και καταστρεμμένα όλος ο κόσμος, ελληνικός και ξένος.
Α. Η αρχαία πόλη Σάμος.
Το ιερό άστυ. Την είχαν χτίσει, ο Τεμβρίωνας και ο Προκλής. Ο Πολυκράτης όμως τη στόλισε και την έκαμε “πρώτη απ’ όλες τις πόλεις, ελληνικές και βαρβαρικές”, της εποχής εκείνης.
Ιδιαίτερα στολισμένη ήταν η παραλία. Εκεί βρισκόταν: Η Αγορά, το Αγορανομίο (Δημαρχείο), το Αρχείο, το Βουλευτήριο, το Πρυτανείο, όπου συνεδρίαζαν οι γεωμόροι, η Λαύρα, το Ηρώο, ο Ανδρώνας ή Πεδίτης και άλλα.
Στολίδι σπουδαίο ήταν το θαυμάσιο ανάκτορο του Πολυκράτη, χτισμένο πάνω ψηλά στην ακρόπολη. Σκορπισμάνα σε διάφορα άλλα μέρη της πόλης ήταν: Το Ημικύκλιο του Πυθαγόρα, ναοί διάφοροι, σχολεία, θέατρα, Βιβλιοθήκη, Πινακοθήκη, αγάλματα και άλλα.
Β. Το εν θαλάσση χώμα.
Έργο λιμενικό σπουδαίο. Το φυσικό λιμάνι της παλιάς Σάμου, το σημερινό λιμάνι του Πυθαγορείου, αρχίζει απο τον καβοφονιά και τελειώνει στη βάση του υψώματος του κάστρου και της Μεταμόρφωσης. Με τα τεχνικά λιμενικά έργα του Πολυκράτη, έγιναν οι δυό λιμενοβραχίονες, που χώρισαν τον λιμάνι σε δύο μικρότερα. Το εξωτερικό και το εσωτερικό. Το πρώτο ήταν εμπορικό και το δεύτερο οι νεώσοικοι, όπως το έλεγαν, ναύσταθμος δηλαδή, για τις Σάμαινες και τα ναυπηγεία. Η ακρογιαλιά χώθηκε με χώμα και επάνω εκεί έγινε προκυμαία.
Με το πέρασμα του χρόνου, μέρος του λιμανιού προσχώθηκε και τα διάφορα λιμενικά έργα καταστράφηκαν. Στα 1860, ο Ηγεμόνας της Σάμου, Μιλτιάδης Αριστάρχης, με απόφαση της Σαμιακής Βουλής, έφερε Ευρωπαίους μηχανικούς και έφτιασαν το σημερινό λιμάνι. Όλα τα σημερινά έργα του λιμανιού θεμελιώθηκαν πάνω στα αρχαία.

Γ. Το Ηραίο.
Ναός της προστάτισσας του νησιού, της θεάς Ήρας. Ο μεγαλύτερος απ’ όσους είχε δεί ο Ηρόδοτος, ο πρώτος αρχαίος περιηγητής και πατέρας της ιστορίας. Δεν ήταν μέσα στο Άστυ. Βρισκόταν 5 χιλιόμετρα έξω απ’ αυτό, στη νοτιοδυτική ακρογιαλιά του κάμπου της Χώρας. Η μετάβαση ως εκεί, καθώς και η επιστροφή, γινόταν από δρόμο πλατύ 4 μέτρα και πλακόστρωτο. Λεγόταν Ιερά Οδός και ήταν πολύ όμορφος. Δεξιά και αριστερά τον στόλιζαν ωραίες οικοδομές, βωμοί, τάφοι, ναοί αγάλματα, θάμνοι καλλωπιστικοί και διάφορα αειθαλή δέντρα. Λογαριάζουν ως δύο χιλιάδες τα αγάλματα εκείνα.
Τον έχτισαν τόσο μακριά, γιατί πίστευαν, πως εκεί, κάτω απο μιά λυγαριά της ακροποταμιάς του ποταμού Ίμβρασου, γεννήθηκε η Ήρα. Ο πρώτος ναός, που χτίστηκε, ήταν ξύλινος και κάηκε. Στον τόπο του χτίστηκε άλλος, μεγαλύτερος και μαρμαρένιος. Αργότερα τον έχτισε ξανά, σε ρυθμό ιωνικό, ο Αρχιτέκτονας Ροίκος. Τον έκαψε ο βασιλιάς της Περσίας Κύρος και τέταρτη φορά τον έχτισε πλούσιο και μεγαλόπρεπο, ο Αρχιτέκτονας Θεόδωρος, ο γιος του Ροίκου, με διαταγή του Πολυκράτη.
Είχε μήκος 109 μέτρα περίπου (108,73), πλάτος το μισό (54,58) και ύψος γύρω στα 25 μέτρα. Ήταν περίπτερος, δίπτερος, με 133 μαρμαροκολώνες. Απ’ αυτές σώζεται σήμερα μία μονάχα. Κι αυτή χωρίς ραβδώσεις, ατελείωτη και μισογκρεμισμένη. Η στέγη του ήταν καμωμένη από κεραμίδες, ζωγραφισμένες με διάφορες όμορφες παραστάσεις.
Το Ηραίο δεν ήταν μονάχα ο ναός. Ήταν συγκρότημα ολόκληρο. Στη μέση βρισκόταν ο μεγαλόπρεπος ναός. Και γύρω του, ο τόπος όλος ήταν γεμάτος από μικρούς ναούς, στήλες με επιγραφές, βωμούς και αγάλματα. Η σκάλα έπιανε όλο το πλάτος της ανατολικής πλευράς και είχε έξι σκαλοπάτια. Μπροστά στη σκάλα ήταν ο μεγάλος βωμός. Πλούτος και πολυτέλεια αφάνταστη.
Ανάλογος με την μεγαλοπρεπή εξωτερική όψη του ναού ήταν και ο εσωτερικός του διάκοσμος. Αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφοι, Σαμιώτες όλοι τους, κατάφεραν να τον κάνουν ισάξιο με τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Στην μέση του ήταν τοποθετημένο το λατρευτικό σύμβολο της θεάς, κορμός δέντρου δηλαδή, ακατέργαστος στην αρχή και δουλεμένος ύστερα από τον περίφημο γλύπτη Σμίλι. Αργότερα στη θέση του ξόανου έστησαν μεγαλόπρεπο άγαλμα, πρώτα από χαλκό και μαρμάρινο έπειτα, και το ξόανο το τοποθέτησαν δίπλα του.
Το υπέροχο αυτό άγαλμα παράσταινε την Ήρα όρθια, ντυμένη νυφικά, με πέπλο ανεμιστό, καλάθι στην κεφαλή και στο κάθε χέρι μικρό ποτήρι. Στα 389 μ.χ. το μεταφέρανε στην Πόλη και στα 480 το κατέστρεψαν.
Σπουδαιότερα από τα αγάλματα του ναού ήταν; ο Ζεύς, η Αθηνά και ο Ηρακλής, του μεγάλου γλύπτη Μύρωνα και από τους ανδριάντες, οι ανδριάντες του αρχιτέκτονα Θεόδωρου, του Αλκιβιάδη, του Κόνωνα, του Τιμόθεου, του Πυθαγόρα και άλλα.
Υπήρχαν ακόμη μέσα στο ναό σπουδαίοι πίνακες ζωγραφικής, έργα μεγάλων ζωγράφων, όπως η εικόνα του Πολυκράτη και του βασιλιά της Αιγύπτου Άμασι, ο περίφημος πίνακας του Μανδροκλή, που παρίστανε τη ζεύξη του Βοσπόρου απο το βασιλειά Δαρείο, στην εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες και ο πολύτιμος πίνακας του Τίμανθου, “Μονομαχία του Αίαντα και του Οδυσσέα για τα όπλα του Αχιλλέα”. Σωστή πλούσια πινακοθήκη.
Αλλά και με πολύτιμα τάματα, στολίδια και μεγάλης αξίας άμφια του αγάλματος της θεάς, ήταν στολισμένος ο ναός. Η αυλή ήταν γεμάτη πλουμιστά παγώνια.
Όλο το συγκρότημα ήταν τριγυρισμένο με τοίχους γερούς για λόγους ασφαλείας, όπως τα σημερινά μοναστήρια.

Η ευτυχία του Πολυκράτη:

Ο Πολυκράτης δεν ήταν μόνο δαιμόνιος και ικανότατος άρχοντας, αλλά και πολύ τυχερός άνθρωπος. Η ευτυχία του δεν είχε όρια. Ότι κι αν έκανε, σε καλό του έβγαινε. Ποτέ του δεν δοκίμασε συμφορά ή αποτυχία.
Αυτό δεν άρεσε στο φίλο του Άμασι, γιατί πίστευε, πως οι πολύ ευτυχείς δεν έχουν καλό τέλος. Του έγραψε λοιπόν να δοκιμάσει θεληματικά μια λύπη, αφού η τύχη όλο χαρές του έστελνε.

Παραδέχτηκε ο Πολυκράτης του φίλου του τη συμβουλή, κι ένα απομεσήμερο, με φίλους πολλούς, τράβηξε με πλοίο ανοιχτά στο πέλαγος. Εκεί έβγαλε το πολύτιμο δαχτυλίδι του, έργο ξακουστού τεχνίτη, που το χρησιμοποιούσε και για σφραγίδα του, και με μεγάλη λύπη το πέταξε στη θάλασσα.
Μα δεν πέρασαν 5-6 μέρες και το δαχτυλίδι βρέθηκε. Κάποιος φτωχός ψαράς, ψαρεύοντας, έπιασε ένα ψάρι διαλεχτό και μεγάλο. Ελπίζοντας βασιλική πληρωμή, το πήγε στο παλάτι. Τη στιγμή, που ο μάγειρας καθαρίζοντάς το, έσκισε το στομάχι του, βρήκε το δαχτυλίδι-βούλα και χάρηκε. Την ίδια χαρά δοκίμασε κι ο Πολυκράτης άμα του το παράδωσε.

Όλο αυτό το περιστατικό το έγραψε στον Άμασι. Αυτός βέβαιος πιά για την μελλούμενη δυστυχία του φίλου του, έκοψε τις σχέσεις, μη θέλοντας να λυπηθεί και ο ίδιος εξ αιτίας του. Άλλοι λένε πώς ο Άμασις έκοψε τις σχέσεις του με το Σαμιώτη τύραννο, γιατί παρ΄ όλες τις συμβουλές του, αυτός εξακολουθούσε να φέρνεται άσχημα στους Σαμιώτες και στους περαστικούς από τη Σάμο.

Ο Θάνατος του Πολυκράτη:

Βγήκαν σωστοί οι φόβοι του Άμασι. Ήταν τραγικό στ’ αλήθεια το τέλος του Πολυκράτη. Ξοδεύοντας μεγάλα ποσά για τους μισθούς των ξένων, που τον φύλαγαν, φτώχεψε. Ζητούσε επίμονα να βρει λεφτά για δάνειο. Το πληροφορήθηκε ο Οροίτης, ο ύπαρχος των Σαρδέων και από φθόνο σκέφτηκε να τον σκοτώσει. Έγραψε λοιπόν σ’ αυτόν, φιλικά τάχα, πως ο Πέρσης βασιλιάς του, σχεδιάζει να τον δολοφονήσει και να του πάρει τα πλούτη του. Και για να τα φυγαδέψει τάχα ζητούσε τη δική του βοήθεια.

Ο Πολυκράτης, μόλις διάβασε την επιστολή, έστειλε το γραμματικό του τον Μαίανδρο στις Σάρδεις για να συνεννοηθεί με τον Οροίτη. Στο μεταξύ αυτός του έστησε παγίδα. Γέμισε οχτώ κάσες μεγάλες με πετράδια. Πάνω από τα πετράδια της καθεμιάς έστρωσε νομίσματα χρυσά, έτσι που να μην φαίνεται το πετράδι. Ο Μαιάνδριος γελάστηκε. Θάρρεψε σαν του άνοιξε τις κάσες, που ήταν γεμάτες όλο χρυσάφι.

Σαστισμένος, λοιπόν γύρισε πίσω στην Σάμο και διηγήθηκε στον Πολυκράτη τα όσα είδε κι άκουσε στου Οροίτη. Έχοντας αυτός ανάγκη από χρήματα, μπήκε αμέσως στο πλοίο και έβαλε πλώρη για την Ασία. Άδικα οι φίλοι του και η κόρη του προσπαθούσαν να τον αντικόψουν. Η άσπλαχνη μοίρα του τον τραβούσε στην Ανατολή.

Ο Οροίτης, που τον περίμενε, τον έπιασε και με διαταγή του Πέρση βασιλιά, τον ανασκολόπισε (τον ξεμέρδισε) πάνω σε μία ψηλή πλαγιά της Μυκάλης, αντίκρυ στο αγαπημένο του Άστυ.

Έτσι τελείωσε ο βίος του ανθρώπου, που με τα έργα του δόξασε το όνομά του και την Σάμο, τόσο όσο κανείς άλλος από τους Σαμιώτες άρχοντες. Για κείνο που μπορούμε να τον κατηγορήσουμε, είναι ότι φέρθηκε πολύ σκληρά, σαν τύραννος, στους Σαμιώτες και τους στέρησε την ελευθερία τους. Αυτό αμαυρώνει πολύ τη δόξα του.

Check Also

Η εκτέλεση του τυράννου Κοπάση και ο θάνατος του τυραννοκτόνου Σταύρου Μπαρέτη. Τού Άγγελου Ρήγα

Έτσι περιγράφει στο βιβλίο του Η Σάμος υπό το αυτόνομον πολίτευμα ο Θρασύβουλος Μάλλης, την εκτέλεση του τυράννου και τον θάνατον του τυραννοκτόνου παλληκαριού Σταύρου Μπαρέτη.