Τετάρτη , 24 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Αφιερώματα / Ο Μακάριος Αντωνιάδης και ο Σαμιακός Μοναχισμός

Ο Μακάριος Αντωνιάδης και ο Σαμιακός Μοναχισμός

Γράφει ο Αλέξανδρος Βαρβούνης

Ο Μακάριος Αντωνιάδης και ο Σαμιακός Μοναχισμός στο α΄μισό του 20ου αιώνα.Οι πληροφορίες που υπάρχουν σχετικά με το βίο και το έργο του ιερομονάχου Μακαρίου Αντωνιάδη δεν είναι πολλές, είναι όμως αρκετές για να αναδειχθεί μία πνευματική μορφή, για την οποία η Σάμος μπορεί να καυχάται.

Ο Μακάριος υπήρξε ασκητικός, φορέας ο ίδιος της αυστηρής κολλυβαδικής παραδόσεως που διδάχθηκε ως υποτακτικός του επίσης Σάμιου Ισιδώρου Κυριακοπούλου. Τα στοιχεία που θα παρουσιαστούν προέκυψαν από βιβλιογραφική και αρχειακή έρευνα καθώς και από εξέταση χειρογράφων της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στην νήσο Πάτμο, χώρο στον οποίο για πολλά έτη ασκήτεψε ο Μακάριος.

Ο μοναχός Μακάριος Αντωνιάδης, γεννήθηκε στον Μαραθόκαμπο της Σάμου το 1841, από ευσεβείς γονείς. Η χριστιανική ανατροφή που έλαβε τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει γρήγορα την κλίση που είχε από τον Θεό. Φοίτησε στο Ιεροδιδασκαλείο, στο Μαλαγάρι της Σάμου και όταν τελείωσε τις σπουδές του, λόγω ανάγκης που είχε να εργαστεί για να καλύψει τις βιωτικές του μέριμνες, ανεχώρησε για την Ρουμανία. Άγνωστο παραμένει το χρονικό διάστημα της εκεί παραμονής του. Ο πόθος του όμως για τον μοναχισμό έγινε εντονότερος. Έτσι εγκατέλειψε την Ρουμανία, επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Σάμο και αποφάσισε να ακολουθήσει την ισάγγελη πολιτεία.

Τα βήματά του τον κατεύθυναν στη γειτονική νήσο Ικαρία και συγκεκριμένα στη Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού Λευκάδος. Τον καιρό της εισόδου του στην Μονή, ηγούμενος ήταν ο επίσης Σάμιος Ισίδωρος Κυριακόπουλος, από το χωριό Πλάτανος, τέταρτος ηγούμενος από της ιδρύσεως της Μονής, κτίτορες της οποίας υπήρξαν ο Νήφωνας ο Χίος και ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς, αρχιεπίσκοπος Κορίνθου. Κοντά στον Ισίδωρο, ο νεαρός Μακάριος μαθήτευσε στην πνευματική ζωή, στο ασκητικό ιδεώδες και την πατερική παράδοση.

Ο Ισίδωρος μετά από δέκα χρόνια θεοφιλούς διακονίας στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού, παραιτήθηκε από την ηγουμενία, για να έλθει στο Καρλόβασι της Σάμου, στη Μονή του Προφήτη Ηλία. Ο Μακάριος παρέμεινε στην Μονή του Ευαγγελισμού, άγνωστο για πόσο χρονικό διάστημα μετά την αναχώρηση του πνευματικού του πατέρα.

Τελικά έφυγε και ο ίδιος, ήλθε στη Σάμο και μόνασε αρχικά στην Ιερά Μονή της Μεγάλης Παναγίας και αργότερα στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Συναντήθηκε και πάλι με τον Ισίδωρο, ο οποίος ασκούσε την ηγουμενία από το 1871, ενώ το 1880 ο Ισίδωρος παραιτήθηκε από ηγούμενος της Μονής του Προφήτη Ηλία και διορίστηκε από την Σαμιακή Κυβέρνηση ηγούμενος της Μονής της Μεγάλης Παναγίας, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1882.

Ο Μακάριος διαδέχτηκε το 1880 τον πνευματικό του πατέρα, τον Ισίδωρο, στην ηγουμενία της μονής του προφήτη Ηλία. Παρέμεινε ηγούμενος μέχρι το 1884, χρονιά κατά την οποία παραιτήθηκε. Τελικά εγκατέλειψε τη Σάμο και αναχώρησε για το ιερό νησί της Πάτμου, το 1887, επιθυμώντας την ησυχία και τον ασκητικό βίο.

ΜοναχισμόςΑρχικά μόνασε στο Λειβάδι των καλογήρων. Εκείνη την εποχή ασκήτευαν στο Λειβάδι οι δύο αδελφοί Κάπποι (ο πρώην Πηλουσίου Αμφιλόχιος και ο κατά σάρκα αδελφός του Νικόδημος). Ήδη από το 1883, ο πρώην Πηλουσίου Αμφιλόχιος είχε αγοράσει ολόκληρη την περιοχή, στην οποία βρισκόταν το κάθισμα του Παρθενίου, είχε ανακαινίσει τον ερειπωμένο ναό, βυζαντινού ρυθμού, και τον είχε αφιερώσει στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μαζί με τους αδελφούς Κάππους, συνάντησε ο Μακάριος και δύο άλλους Σαμιώτες μοναχούς τον Γαλακτίωνα και τον Νικόδημο, για τους οποίους θα γίνει λόγος στη συνέχεια.

Στο κάθισμα αυτό, δεν έμεινε για πολύ χρόνο ο Μακάριος. Οι επισκέπτες διέκοπταν την ησυχία του. Λάτρης της ασκήσεως και του αυστηρού μοναχικού βίου, πληροφορήθηκε για το κάθισμα του Απολλώ στη τοποθεσία Θερμιά. Έτσι αναχώρησε από το Λειβάδι των καλογήρων με κατεύθυνση το κάθισμα του Απολλώ. Την ονομασία του το κάθισμα έλαβε από τον Ιερομόναχο Απολλώ αγιορείτη μοναχό που ήταν μέλος της συνοδείας των Κολλυβάδων του μοναχού Νήφωνος του Χίου. Μετά την κοίμηση του Νήφωνος, ο Απολλώς πήγε πρώτα στην Ικαρία, στην Μονή του Ευαγγελισμού, και αργότερα, λόγω του μεγάλου αριθμού των μοναχών, πήγε στις Ράχες της Ικαρίας. Το 1816 ανεχώρησε για την Πάτμο. Ήταν ενάρετος, εγκρατής και άφησε φήμη άγιου ανθρώπου. Κοντά του, ως υποτακτικός, παρέμεινε ο Ισίδωρος Κυριακόπουλος, πνευματικός πατέρας του Μακαρίου Αντωνιάδη.

Ο Μακάριος αρχικά γράφτηκε στο μοναχολόγιο της Μονής του Θεολόγου και κατόπιν εγκαταστάθηκε στο κάθισμα του Απολλώ, το οποίο και ανακαίνισε. Στη βόρεια πλευρά του ναϊδρίου, εξωτερικά, υπάρχει κωδωνοστάσιο με την επιγραφή: «τη 9η Ιουνίου 1905 έκτίσθη δι ’ εξόδων Μακαρίου Αντωνιάδου του Σαμίου». Εδώ τον συνάντησε ο Αμερικάνος περιηγητής Edgar Geil, ο οποίος και τον φωτογράφισε. Η φωτογραφία εικονίζει τον Μακάριο κοντά στην πηγή του καθίσματος, να κρατάει τεμάχιο των λειψάνων του Απολλώ. Αργότερα ο Edgar Geil θα γράψει στο βιβλίο του: «Βρήκα έναν ερημίτη, που κρατούσε μια σακούλα βαμβακερή, με τα λείψανα του Απολλώ που έζησε πριν 100 χρόνια».

Ο Μακάριος στο κάθισμα έζησε ασκητικά. Ήταν αυστηρός, τηρητής των παραδόσεων και των ιερών ακολουθιών. Γι’ αυτό και σύντομα απέκτησε πολύ καλή φήμη. Πάρα πολλοί άνθρωποι έρχονταν να τον συναντήσουν και να επωφελη- θούν από την επαφή μαζί του. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής καθώς και οι ψαράδες, γνωρίζοντας την ακρίβεια του Μακαρίου στην ώρα τελέσεως των ακολουθιών, ήξεραν, όταν άκουγαν την καμπάνα του καθίσματος να χτυπά, ότι ήταν ακριβώς δώδεκα.

Λειτουργούσε με ιεροπρέπεια κάθε Κυριακή και σε μεγάλες εορτές. Σπανίως έφευγε από το κάθισμα, για να λειτουργήσει κάπου αλλού. Κάθε ευκαιρία που του δινόταν για τέλεση της θείας λειτουργίας, την εκμεταλλευόταν. Γνώριζε ότι η πραγματική ζωή, η πνευματική και αιώνια, βρίσκονταν στη συνεχή μετάληψη των αχράντων μυστηρίων. Στη θεία λειτουργία, ερχόταν πολύς κόσμος από τη γύρω περιοχή. Μετά το τέλος της λειτουργίας, προσέφερε κέρασμα στους επισκέπτες, και τους συμβούλευε σε πνευματικά θέματα. Τους υπενθύμιζε πως έπρεπε να προσέχουν ιδιαίτερα την πνευματική τους ζωή και να μην αμελούν την συμμετοχή τους στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα συμβούλευε τους ανθρώπους να εξομολογούνται συχνά και να μεταλαμβάνουν του Τιμίου Σώματος και Αίματος. Στις γυναίκες συνιστούσε να προσέχουν την ενδυμασία τους και τους άνδρες τους συμβούλευε να προσέχουν την οικογένειά τους και να τηρούν την αργία της Κυριακής.

Η φήμη του ως πνευματικού-εξομολόγου, γρήγορα εξαπλώθηκε. Πλήθος κόσμου πήγαινε να τον συναντήσει, να εξομολογηθεί να του εναποθέσει το ψυχικό του βάρος, για να λάβει άφεση των αμαρτιών του, να ζητήσει τις πνευματικές του συμβουλές και να λάβει την ευλογία του. Μοναχοί από το μοναστήρι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, από τους Λειψούς, από την Κάλυμνο, όλοι επισκέπτονταν τον πνευματικό γέροντα. Όλους τους δέχονταν και όλους τους παρηγορούσε. Ποτέ δεν χαρίστηκε σε κανέναν. Ασκούσε αυστηρό έλεγχο, αλλά ο σκοπός του ήταν παιδαγωγικός, να τους οδηγήσει δηλαδή σε μετάνοια και εξομολόγηση. Όσοι δεν εφήρμοζαν τις συμβουλές που έδινε, δέχονταν τα ανάλογα επιτίμια.

Ως εξομολόγος ήταν αρκετά αυστηρός. Εφήρμοζε τους κανόνες και τα επιτίμια του Πηδαλίου και του Εξομολογηταρίου του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

ΜοναχισμόςΓια κάθε χριστιανό όριζε κανόνα 33 μετάνοιες, στον εαυτό του όμως είχε πολύ βαρύτερο κανόνα. Οι πνευματικές του συμβουλές και ο βαθύτατα θεολογικός λόγος του έμειναν χαραγμένα στην καρδιά και το νου των ανθρώπων που τον γνώρισαν. Μέχρι και σήμερα ακούει κάποιος πιστούς Πατμίους να λένε: «Αυτό το είπε ο Μακάριος». Τόση είναι η επίδραση που άσκησε ο ασκητής μοναχός στις ψυχές των απλών ανθρώπων.

Από τη στιγμή που έφτασε στο ιερό νησί της Αποκαλύψεως, δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Είχε συγγενείς στη Σάμο, οι οποίοι του έστελναν γράμματα, αλλά ποτέ δεν απαντούσε σ’ αυτά. Όταν έρχονταν συγγενείς του να τον επισκεφθούν, τους καλοδεχόταν και τους φιλοξενούσε με χαρά, αλλά όταν έφευγαν, δεν διατηρούσε καμμιά επαφή μαζί τους.

Τηρούσε και τις νηστείες με μεγάλη ακρίβεια. Ακολουθούσε το Πηδάλιο και δεν δεχόταν καμιά παρέκκλιση. Τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή τηρούσαν «ενάτη», δηλαδή έτρωγαν μια φορά την ημέρα, στις εννέα με την βυζαντινή ώρα, δηλαδή στις τρεις το απόγευμα και το φαγητό τους ήταν ξηροφαγία, ταχίνι, ψωμί, ελιές, παξιμάδι. Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όλη την εβδομάδα τηρούσαν την «ενάτη» και έτρωγαν αλάδωτο φαγητό. Λάδι έτρωγαν μόνο το Σάββατο και την Κυριακή.

Στους υποτακτικούς του, αλλά και στους ανθρώπους που εξομολογούσε, συνιστούσε να λένε κατά τη διάρκεια της εργασίας τους την ευχή του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόνμε τον αμαρτωλό». Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο η εργασία γίνεται προσευχή, έλεγε. Το βράδυ, δεν επέτρεπε ν’ ανάψουν φως. «Εδώ είναι ασκητήριο, έλεγε, δεν χρειάζεται φως».

Στον εαυτό του δεν επέτρεπε καμιά πολυτέλεια, που θα μπορούσε ίσως να τον αποσπάσει από τον αγώνα για την κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών. Το κρεβάτι του ήταν δύο τρίποδα, επάνω στα οποία είχε βάλει σανίδες και το στρώμα του ήταν από στρωσόχορτο (τσίβα).

Για να σκέφτεται διαρκώς την ματαιότητα του κόσμου και να διατηρεί μνήμη θανάτου, είχε τοποθετήσει στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι του επιγραφή, μετά εξής:

Φοβούμαι τον θάνατο ότι πικρός μου εστί Φοβούμαι την γέεναν ότι ατελεύτητος εστί Φοβούμαι τον Τάρταρον ότι ου μετέχει θέρμης.

Σε άλλη μεριά του τοίχου είχε τοποθετήσει εικόνα που παρίστανε ένα μνήμα και μέσα τον νεκρό. Ποτέ δεν εγκατέλειψε την εργασία. Όταν όμως πέρασαν τα χρόνια και η ηλικία του δεν του επέτρεπε να κάνει βαριές εργασίες, τότε ασχολήθηκε με την βιβλιοδεσία. Πρόσεχε πάντα την φιλοξενία στο κάθισμα. Όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού, οι υποτακτικοί του πριν σερβίρουν το φαγητό, έκαναν πάντα το σημείο του σταυρού πάνω απ’ αυτό και το πρώτο πιάτο που σερβίριζαν ήταν για τον επισκέπτη που ίσως ερχόταν στο κάθισμα για να τους επισκεφθεί.

Ο Μακάριος γρήγορα έγινε πόλος έλξης γι’ αυτούς που ποθούσαν τον μοναχικό βίο. Έτσι συγκέντρωσε γύρω του πολλούς σπουδαίους μαθητές οι οποίοι αργότερα αναδείχτηκαν σε πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο μοναχός Αντύπας Κάππος. Ο κατά κόσμον Ιωάννης Κάππος, γεννήθηκε στην Πάτμο και σπούδασε στο Διδασκαλείο Αθηνών. Ξεχώρισε για την πνευματική του αρετή και το 1907 εκάρη μοναχός στη Μονή του Θεολόγου. Ήταν πολυμαθής και μελετούσε συστηματικά την Αγία Γραφή, και τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας. Εργάστηκε για την ερμηνεία της Αποκαλύψεως. Για την πνευματική του τελείωση, θα αναχωρήσει για το Άγιο Όρος. Όταν θα επιστρέφει, θα εγκαταβιώσει στο κάθισμα του Απολλώ, κάτω από την επίβλεψη του Μακαρίου, από τον οποίο θα λάβει και το Μεγάλο Σχήμα. Το έργο του για την ερμηνεία της Αποκαλύψεως, εκδόθηκε το 1923. Επίσης εξέδωσε και άλλα έργα όπως, το Ορθοδόξου έλεγχος κατά χιλιοστών και σπουδαστών της Γραφής καλούμενων, (Αθήνα 1925). Άλλο του έργο είναι Έλεγχoς κατά Μακράκη. Στην βιβλιοθήκη της Μονής Θεολόγου, σώζονται χειρόγραφα αταξινόμητων εργασιών του. Από τον Μακάριο, έλαβε την ένθερμη αγάπη για τον Θεό, τον σεβασμό για τον συνάνθρωπο και την ασκητική ζωή. Αυτά ήταν τα εφόδια για να γίνει και ο ίδιος υπόδειγμα μοναχού.

Κοντά στον Μακάριο, έζησε για πέντε χρόνια ο ερημίτης Θεόκτιστος Τριανταφύλλου. Εκάρη μοναχός από τον Μακάριο στο κάθισμα του Απολλώ και στην συνέχεια ασκήτευσε στην πηγή του Γεράνου. Καταγόταν από την Κάλυμνο.

Στο κάθισμα του Απολλώ, παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα το 1914 και ο όσιος Σάββας ο νέος, ο Χοζεβίτης, ο οποίος και αγιογράφησε εικόνες για το τέμπλο του ναού του καθίσματος.

Μια άλλη σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο Αμφιλόχιος Μακρής, πέρασε κοντά στον Μακάριο μια δύσκολη περίοδο της ζωής του. Προσπαθώντας να αποφύγει την χειροτονία του σε ιερέα, από ταπείνωση, αναχώρησε χωρίς προηγουμένως να λάβει άδεια από τον ηγούμενο της Μονής του Θεολόγου, για τους Άγιους Τόπους. Όταν επέστρεψε, η Μονή για να τον τιμωρήσει τον έστειλε στο κάθισμα του Απολλώ. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε πως επειδή ο Μακάριος ήταν πολύ αυστηρός, η Μονή έστελνε κοντά του τους ανυπάκουους μοναχούς, για να τους διδάξει την προσήλωση που οφείλουν αλλά και την αυστηρή τήρηση της μοναχικής ζωής.

Βέβαια στην συγκεκριμένη περίπτωση, όχι μόνο δεν αποτέλεσε τιμωρία η παραμονή του Αμφιλόχιου κοντά στον Μακάριο, αλλά ήταν πραγματική ευλογία. Μυήθηκε στην νοερά προσευχή, σημαντικό εφόδιο για τις δύσκολες στιγμές που αντιμετώπισε αργότερα. Επίσης ο Μακάριος τον χειροθέτησε μεγαλόσχημο μοναχό. Ο Αμφιλόχιος θα χειροτονηθεί, με την ευλογία της μονής του, πρεσβύτερος την 5η Απριλίου του 1919, στον ιερό ναό του αγίου Σπυρίδωνος Σάμου, από τον μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Κωνσταντίνο Βοντζαλίδη.

Πληροφορίες έχουμε και για τον μοναχό που παρέμεινε στο κάθισμα μετά τον θάνατο του Μακαρίου, τον Απολλώ. Είχε μυηθεί από τον Μακάριο στην ασκητική ζωή και στη νοερά προσευχή. Από το Βραβείον μαθαίνουμε ότι στις 29 Νοεμβρίου του 1966 πέθανε στο κάθισμα ο μοναχός Απολλώ σε ηλικία άνω των ογδόντα ετών. Είχε υπηρετήσει και ως νυχτοφύλακας στη μονή του Θεολόγου κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο (1940-1945).

Στις 14 Νοεμβρίου του 1935, ο μοναχός Μακάριος σε βαθιά γεράματα, 94 ετών, εγκατέλειψε τη ματαιότητα του κόσμου και ανεχώρησε για την βασιλεία των ουρανών, για την οποία τόσο πολύ αγωνίστηκε στην επίγεια ζωή του. Η μέρα του θανάτου του, συνέπεσε με την μέρα εκλογής στην ηγουμενία της Μονής του θεολόγου, του Αμφιλόχιου Μακρή. Στο Βραβείον της Μονής διαβάζουμε: Έκπλήρωσεν το κοινό χρέος ο εν Χριστώ ήμων αδελφός και πνευματικός Μακάριος Ιερομόναχος Αντωνιάδης ετών 94 με φυσικόν θάνατον εις το κ(άθισμα) (Απολλώ) καταγόμενος εκ Μαραθοκάμπου της Σάμου. Τάξαι Κύριος το πνεύμα αυτού μετά δικαίων».

Τα μόνα αντικείμενα που άφησε ήταν βιβλία. Σε κάποια από αυτά, υπάρχει και ένδειξη ότι ήταν του Μακάριου. Στον κατάλογο των εντύπων της βιβλιοθήκης της Μονής του Θεολόγου, έχουμε αναφορά σε τρία βιβλία που φέρουν ένδειξη με το όνομα του Μακαρίου.

Τα βιβλία αυτά είναι ένα Πεντηκοστάριο, ένα Αγιασματάριο και ένα Θεοτοκάριο. Το Πεντηκοστάριο (Πεντηκοστάριον… Νεωστί μετατυπωθέν και επιμελώς διορθωθέν παρά… Σπυρίδωνος Παπαδοπούλου. Βενετία, Ν. Γλυκής, 1769) υπάρχει σε δύο αντίτυπα. Το πρώτο αντίτυπο, στο φύλλο τίτλου έχει την εξής σημείωση: «το παρόν βιβλήον είναι του πα(πα) μεθόδιου και όπηος το αποξηνόσι να έχη την κατάραν τον δέκα και οκτό θεοφόρον πατέρον και τον τριακόσον και πάντον αγίον μεθόδιος Ιερομόναχος». Στη σελίδα τρία έχουμε δύο σημειώσεις: «Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού, Σάμος», και «Νυν Δε Μακαρίου Ιερομ. Αντωνιάδου».

Το Αγιασματάριο (Αγιασματάριον το μέγα… έκδοσις έκτη διορθωθείσα προς την κατά το 1851 παρά τω Φοινίκι έκδοσιν… Βενετία, τυπογρ. Ο Φοίνιξ, 1833) είναι δερματόδετο. Στο φύλλο τίτλου φέρει την εξής σημείωση: «Τάδε Μακαρίου Ιερομ(ονάχου) Αντωνιάδη», στη ράχη φέρει το μονόγραμμα του Μακαρίου, Μ.Ι.Α.

Το Θεοτοκάριο (Θεοτοκάριον… εκδοθέν το πρώτον παρά Νικοδήμου μοναχού του Ναξίου… ήδη δε επιδιορθωθέν μεθ’ όσης οίον τε επιμελείας. Έκδοσις Δευτέρα. Βενετία, τυπογρ. Ο Φοίνιξ 1833), στη σελίδα τίτλου φέρει σημείωση: «και τόδε Μακαρίου Ιερομόναχου Αντωνιάδου γρ(όσια) 24, Εδωρήθη μοι η παρούσα ψυχωφελής βίβλος υπό του μοναχού Απολλώ εν τω καθίσματι Απολλού, εκ της βιβλιοθήκης του αειμνήστου Γέροντός μας Μακαρίου, τη 21 Αυγούστου 1938. Ο Καθηγούμενος Πάτμου Επιφάνιος»[Καλογιάννης].

Η Σάμος έδωσε στην Εκκλησία πολλά παιδιά της ως ιερείς και μοναχούς. Οι διάφορες όμως κατά καιρούς καταστάσεις που επικρατούσαν, έκαναν πολλούς ιερωμένους να την εγκαταλείψουν και να ζητήσουν αλλού τον τόπο της ασκήσεως. Η Πάτμος είλκυσε πολλούς λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, καθώς βρίσκεται κοντά στη Σάμο, αλλά και λόγω της πνευματικής σπουδαιότητός της, ως το νησί της Αποκαλύψεως και ο τόπος εξορίας του αγαπημένου μαθητού του Χριστού, Ιωάννου.

Στις πηγές αναφέρονται αρκετά ονόματα Σαμίων που μόνασαν στην Πάτμο και συνδέθηκαν κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο με τον Μακάριο.

Έχουμε καταρχήν αναφορά για έναν μοναχό από την συνοδεία του Νήφωνα του Χίου, κτήτορος της Μονής του Ευαγγελισμού στην Ικαρία, τον Παρθένιο, ο οποίος στα μέσα του 18ου αιώνος έφυγε από την Ικαρία, αφήνοντας το μοναστήρι του Ευαγγελισμού, με κατεύθυνση την Πάτμο. Μαζί του πήρε και δύο οικοδόμους από τον Μαραθόκαμπο της Σάμου, τον Δημήτριο Σουλτάνη και τον Θεόδωρο Κατζάδα. Ήλθε ο μοναχός Παρθένιος στην Πάτμο, και θα του παραχωρηθεί το Λειβάδι του Κουτρούλη από λαϊκούς ιδιοκτήτες, με τον όρο να πληρώνει ετησίους 25 γρόσια. Μαζί του έφερε και μικρή συνοδεία, χτίζει μια μικρή εκκλησία, γίνεται δε κτήτορας του καθίσματος που φέρει το όνομά του, κάθισμα του Παρθενίου23.

Το κάθισμα αυτό, αναφέρεται και από τον Guerin, ο οποίος γράφει τις καλύτερες εντυπώσεις στο βιβλίο του που περιέλαβε τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Γράφει λοιπόν: «Πιο πέρα διαγράφεται ένας όρμος, γύρω από τον οποίο εκτείνεται μια μικρή κοιλάδα, το Λειβάδι του Παρθενίου. Εκεί βλέπει κανείς την ωραιότερη από τις 300 εκκλησίες που είναι διασπαρμένες σ’ όλο το νησί. Η ίδρυσις οφείλεται σε κάποιο Παρθένιο που έκτισε το κάθισμα πριν δύο αιώνες».

Σ’ αυτό το κάθισμα αργότερα θα έλθει ο Μακάριος και θα εγκαταβιώσει για σύντομο διάστημα, πριν την τελική του επιλογή, να μείνει στο κάθισμα του Απολλώ.

Το 1833 συναντούμε τον ιερομόναχο Μελέτιο Γιαννέλη από τη Σάμο, ο οποίος έμεινε για τρία χρόνια με τον πρώην Πηλουσίου Αμφιλόχιο και τον αδελφό του Νικόδημο, στο κάθισμα του Παρθενίου. Ο Αμφιλόχιος Κάππος είχε αγοράσει όλη την περιοχή που βρισκόταν το κάθισμα. Επειδή όμως αργότερα κουράστηκε από την συντήρησή του, αποφάσισαν να απαλλαγούν απ’ αυτό ανταλάσσοντάς το με το κτήμα του Μελετίου, που αποτελούσε ατομική του περιουσία, στη θέση Καραμούζι του Μαραθόκαμπου, με τον όρο να μπορούν να παραμένουν στο Λειβάδι οι αδελφοί Αμφιλόχιος και Νικόδημος όποτε ήθελαν.

Μαζί με τους αδελφούς Κάππους, έμεινε όπως είδαμε για άγνωστο χρονικό διάστημα και ο Μακάριος. Μαζί όμως με τον Μακάριο, βρισκόταν στο κάθισμα και άλλοι δύο μοναχοί Σαμιώτες, ο Γαλακτίωνας και ο Νικόδημος. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς από ποιό χωριό της Σάμου καταγόταν. Ο Γαλακτίων ήταν πολύ καλός ξυλογλύπτης. Έργο του σώζεται στο Δημαρχείο της Πάτμου: είναι μια εικόνα του Αγ. Δημητρίου. Ο Γαλακτίων μαζί με τον Μακάριο έχτισαν δύο οικήματα στη βόρεια πλευρά του καθίσματος, από δεξιά ο Μακάριος και από αριστερά ο Γαλακτίων. Ο Νικόδημος ήταν μουσικολογιότατος, άριστος γνώστης της βυζαντινής μουσικής. Το εικονοστάσι του ναού του καθίσματος είναι ξυλόγλυπτο και φιλοτεχνήθηκε από τους Ικάριους μοναχούς ζωγράφους Αθανάσιο και Αγάθωνα, από το μοναστήρι του Ευαγγελισμού.

Επίσης έχουμε μαρτυρία για κάποιο μοναχό από μοναστήρι της Σάμου, με το όνομα Γερόντιος, ο οποίος δεν μόναζε στη Μονή της μετανοιάς του αλλά σε μια βάρκα, την οποία την είχε μετατρέψει σε κελλί. Είχε τοποθετήσει εικόνες και αρτοφόριο για να μπορεί να μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων. Πήγαινε πολύ συχνά στο κάθισμα του Απολλώ, για να εξομολογηθεί στον Μακάριο και να ζητήσει τις συμβουλές και τις ευλογίες του.

Συνέβαινε όμως και η αντίθετη περίπτωση, δηλαδή κάποιος μοναχός να έφευγε για κάποιο λόγο από την Πάτμο και να ερχόταν στη Σάμο. Αυτό συνέβη με τον μοναχό Γρηγόριο. Εξαιτίας ενός προβλήματος που ανέκυψε χωρίς δική του ευθύνη, εγκατέλειψε την Πάτμο και ήρθε στην Ικαρία, στη Μονή του Ευαγγελισμού. Μετά τον θάνατό του, ετάφη στο κοιμητήριο του μοναστηριού και άφησε εκεί ένα δισκοπότηρο και ένα Ωρολόγιο.

Όπως λοιπόν παρατηρούμε, υπήρχε επικοινωνία και μετακίνηση μοναχών, που ανήκαν στην ίδια παράδοση την κολλυβαδική, όπως και ο Μακάριος. Το κίνημα των Κολλυβάδων, στο β’ μισό του 18ου αιώνα, αποτελεί αγώνα για την επιστροφή στην παράδοση της Εκκλησίας, αλλά και στην πνευματική άνοδο του λαού εκείνης της εποχής. Μια ομάδα αγιορειτών μοναχών θέλησε να αντισταθεί στην άκριτη αποδοχή των ιδεών του διαφωτισμού και να επισημάνει τον κίνδυνο που απειλούσε την Εκκλησία και την παράδοσή της από την εισρροή και αποδοχή σαρωτικών αλλαγών.

Η αφορμή δόθηκε με την απόφαση των πατέρων της Σκήτης της Αγίας Άννας, να μεταθέσουν για δικούς τους λόγους πρακτικής φύσεως την τέλεση των μνημοσύνων αντί του Σαββάτου, μετά την θεία λειτουργία της Κυριακής. Ο πρώτος που αντέδρασε σ’ αυτή την καινοτομία, ήταν ο Καυσοκαλυβίτης διάκονος Νεόφυτος ο Πελοποννήσιος, καθηγητής της Αθωνιάδος Σχολής. Ο διάκονος Νεόφυτος ξεκίνησε δογματικό αγώνα εναντίον των μοναχών της Σκήτης της Αγίας Άννας. Υπήρξε δηλαδή ο πρώτος χρονικά Κολλυβάς. Αργότερα προστέθηκαν προσωπικότητες όπως ο άγιος Μακάριος Νοταράς, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο Πάριος και άλλοι.

Το προσωνύμιο Κολλυβάδες ήταν ένας ειρωνικός τίτλος που τους δόθηκε με σκοπό να γελοιοποιήσει και να σατιρίσει τον αγώνα τους, αποδείχθηκε όμως τίτλος τιμής. Το μόνο που ήθελαν να πετύχουν, ήταν η επιστροφή στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, η συμμετοχή στη συχνή θεία μετάληψη και η μελέτη των έργων των πατέρων. Οι Κολλυβάδες υπεράσπισαν τις θέσεις τους, προσπαθώντας να τις ενισχύσουν θεολογικά και δογματικά, όμως νικήθηκαν στο Άγιο Όρος και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν για τα νησιά του Αιγαίου, ως εξόριστοι. Στα νησιά διέδοσαν τις απόψεις τους και συνάντησαν πολλούς οπαδούς και υπο- στηρικτές. Στην πορεία τους αυτή εγκαταστάθηκαν και στη Σάμο, στην Ικαρία και τους Φούρνους, όπου και άφησαν βαθιά τα σημάδια τους στην πνευματική ζωή των κατοίκων.

Ο άγιος Μακάριος, πρώην αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες που υπέστη, κατέφυγε στην Πάτμο. Ζήτησε και πήρε άδεια να ιδρύσει Ησυχαστήριο με ναΐδριο προς τιμήν των αγίων Πάντων. Στην Πάτμο έμεινε δέκα χρόνια (1782-1793) και στο ιερό νησί της Αποκαλύψεως θα συναντήσει τον ιερομόναχο Νήφωνα τον Χίο, που είχε φύγει από το Άγιο Όρος λόγω της έριδος των Κολλύβων. Ο άγιος Μακάριος, με τον Νήφωνα, θα κινηθούν μεταξύ των νησιών του Αιγαίου, δηλαδή μεταξύ Πάτμου, Λειψών, Σάμου, Ικαρίας, Χίου και Σκιάθου.

Ο Νήφωνας με την συνοδεία του ήρθε στην Σάμο. Στην αρχή εγκαταβίωσαν για λίγο στην αγ. Κυριακή Μαραθοκάμπου και έπειτα πήγαν στην Πάτμο, στους Λειψούς και κατόπιν στους Φούρνους. Επειδή σέβονταν και ευλαβούνταν την Παναγία, όπου πήγαιναν ίδρυαν πάντα ναούς αφιερωμένους στην εορτή του Ευαγγελισμού.

Στους Φούρνους, κοντά στο χωριό Χρυσομηλιά, σώζεται παλιό ναΐδριο της Ευαγγελίστριας, με παλιά εικόνα του Ευαγγελισμού. Εδώ λέγεται ότι παρέμεινε ο Νήφωνας με την συνοδεία του. Μετά τους Φούρνους θα πάει στη Ικαρία, όπου παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα. Το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε με την χρηματική βοήθεια του αγίου Μακαρίου, ο οποίος ήλθε σ’ αυτό και παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα. Σ’ αυτό το μοναστήρι ξεκίνησε το μοναχικό του βιο ο Μακάριος Αντωνιάδης, υπό τις πνευματικές συμβουλές του τότε ηγούμενου, Ισίδωρου Κυριακόπουλου. Επειδή όμως στο μοναστήρι συγκεντρώθηκαν πολλοί μοναχοί και ο Νήφωνας επιθυμούσε την ησυχία, παρέδωσε την ηγουμενία, έφυγε από την Ικαρία και πήγε στην Σκιάθο, όπου ίδρυσε το μοναστήρι του Ευαγγελισμού.

Ο χώρος του Αιγαίου γέμισε από εκκλησίες προς τιμή της εορτής του Ευαγγελισμού, οι οποίες μαρτυρούν το πέρασμα των Κολλυβάδων, του κινήματος που επηρέασε την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν, άφησαν φήμη για την πνευματική ζωή τους και την προσήλωση των μοναχών στο ασκητικό ιδεώδες. Αναμόρφωναν τον μοναχισμό που έβρισκαν, στα μέρη όπου κατευθύνονταν οι Κολλυβάδες και επηρέαζαν θετικά τους μοναχούς που συναντούσαν. Βοήθησαν στην πνευματική στήριξη του κόσμου και αναστήλωσαν μοναστήρια. Όταν όμως αναχωρούσαν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, το έργο τους φαίνεται ότι ξεχνιόταν και ό,τι είχαν δημιουργήσει, με το χρόνο χάνονταν.

Οι προσωπικότητες του Νήφωνα και του αγίου Μακάριου, η παρουσία του Ισίδωρου Κυριακόπουλου ως ηγουμένου σε μοναστήρια της Σάμου και η επαφή που κράτησε ο Μακάριος Αντωνιάδης με τους πνευματικούς, αδελφούς στη Σάμο, είχαν θετικά αποτελέσματα. Παρατηρούμε, ιδίως στις αρχές του 20ού αιώνα, αύξηση των μοναχών και συγκροτημένα μοναχικά κοινόβια όπως π.χ. στη Μεγάλη Παναγία και τη Μονή Προφήτη Ηλία στο Καρλόβασι. Με το πέρασμα του χρόνου, και μετά το θάνατο του Μακάριου, αρχίζει η μείωση των μοναχών και, διάλυση των κοινοβίων.

Αυτής της αυστηρής παραδοσιακής κινήσεως των Κολλυβάδων φορείς ήταν ο Μακάριος Αντωνιάδης και ο πνευματικός του πατέρας Ισίδωρος Κυριακόπουλος. Και ήταν αυτή η παράδοση, με την οποία όπως είδαμε συνδέθηκε άμεσα η Σάμος, η Ικαρία και οι Φούρνοι, που επηρέασε την πνευματική ζωή των μοναστηριών μας κατά το α’ μισό του 20ού αιώνα.

Πηγή: Αλέξανδρος Βαρβούνης Σαμιακές Μελέτες τόμος 6ος (2003-2004)

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …