Πέμπτη , 25 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Μανώλης Καλομοίρης, ο διάσημος Σάμιος συνθέτης

Μανώλης Καλομοίρης, ο διάσημος Σάμιος συνθέτης

Ο συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962), Σαμιακής καταγωγής, γεννήθηκε στη Σμύρνη, όπου και παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής, τα οποία συνεχίζει στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη. Σπουδάζει στο Ωδείο της Βιέννης (1901-1906) πιάνο, θεωρητικά και σύνθεση. Το διάστημα 1906-1910 διδάσκει στο Μουσικό Λύκειο Ομπολένσκυ, στο Χάρκοβο της Ρωσίας. Το 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών. Το 1919 ιδρύει το Ελληνικό Ωδείο, το οποίο διευθύνει μέχρι το 1926 που ιδρύει το Εθνικό Ωδείο. Παραμένει στη θέση του διευθυντή μέχρι το 1948 οπότε αναλαμβάνει πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, θέση που κρατάει μέχρι το θάνατό του.
Διετέλεσε γενικός επιθεωρητής των στρατιωτικών μουσικών, πρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και άλλες διακρίσεις.
Θεμελιωτής της Εθνικής Μουσικής Σχολής στην Ελλάδα, αντλεί την έμπνευσή του από την ελληνική παράδοση και το ελληνικό τραγούδι, καθώς και από την ποίηση και τη λογοτεχνία της εποχής του. Συνέθεσε πάνω από 220 έργα, τα οποία περιλαμβάνουν ποικιλία ειδών. Ανάμεσά του: πέντε όπερες, τρεις συμφωνίες, συμφωνικά ποιήματα, ένα κοντσέρτο για πιάνο, ένα «κοντσερτάκι» για βιολί, κύκλους τραγουδιών για φωνή και ορχήστρα και για φωνή και πιάνο, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου, χορωδιακά, καθώς και έργα για παιδιά (χορωδιακά, έργα για πιάνο). Έγραψε επίσης μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία.

Αυτοβιογραφία :

«Μανώλης Καλομοίρης τ’ όνομά μου, γεννήθηκα στη Σμύρνη στα 1883, στις 14 του Χριστού. Πατέρας μου ο γιατρός ο Γιάννης ο Καλομοίρης, ή μάλλον ο Ιωάννης του Εμμανουήλ Καλομοίρης – όπως βρίσκεται ακόμα γραμμένο σε μερικά παληά του βιβλία – από το Νέο Καρλόβασι της Σάμου, όπου κ’ εγώ είμαι γραμμένος στο σχετικό δημοτολόγιο».

Αυτά τα λόγια σημειώνει η ηγετική φυσιογνωμία της «Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής», ο ιδρυτής του Ελληνικού και του Εθνικού Ωδείου στο βιβλίο «Η ζωή μου και η τέχνη μου» που άρχισε να το γράφει λίγο πριν τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, το συνέχισε στην διάρκεια της Κατοχής, συνθέτοντας παράλληλα και τα μουσικά του απομνημονεύματα -«Από την ζωή και τους καημούς του καπετάν Λύρα» – σε μορφή ορατορίου.

Ο Μανώλης Καλομοίρης έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 4 ετών και όπως γράφει ο ίδιος για παρήγορο άγγελο και παραστάτη είχε την αγάπη της μάνας του, «που την τραγούδησα στην Μάνα του Δαχτυλιδιού της Μάνας» ενώ στα πρώτα του παιδικά χρόνια τον «παρέστεκε» και η γιαγιά του – μάνα της μάνας του – η «νενέ» του, όπως αποκαλούσαν τις γιαγιάδες οι Σμυρνιοί, και η οποία καθώς είχε ανατραφεί από κάποια Αρμένισσα, μιλούσε και Τούρκικα και Αρμένικα.

Η γιαγιά κοίμιζε και ξυπνούσε τον μικρό Μανώλη με δημοτικά τραγούδια για κλέφτες και αρματολούς και παραμύθια, με βασιλοπούλες και δράκους, με νεράϊδες και «αραπάδες», με μάγισσες και καλικάντζαρους, προκαλώντας την ήπια αντίδραση της μάνας του που τον προόριζε για…γιατρό και όχι για «καπετάνιο»!

«Δεν γίνηκα ούτε καπετάνιος – ή μάλλον έγινα του γλυκού νερού – ούτε γιατρός. Όμως τα τραγούδια της Νενές μου σαν κάτι να μιλήσανε στην ψυχή μου, σαν κάτι να χαράξανε μέσα στο παιδικό μου υποσυνείδητο και να με κρατήσανε δεμένο στη μαγική χώρα των ρυθμών και των ονείρων…»

Εκτός από την γιαγιά του, η φυσιογνωμία που τάραζε την παιδική φαντασία του Μανώλη Καλομοίρη και την οποία διατηρούσε ολοζώντανη στην θύμησή του ήταν μια τυφλή εξαδέλφη της γιαγιάς του, η Τσάτσα Μαρούκα.

«Και τώρα που γράφω, καθώς την αναθυμάμαι, πετάγεται μπροστά μου μια παρόμοια μορφή που μουσικά την έχω δημιουργήσει: η Μάνα στον Πρωτομάστορα».

Παράλληλα σε οικογενειακό επίπεδο, ο φύλακας-άγγελος όλης της οικογένειας ήταν ο αδελφός της μητέρας του, Μηνάς Χαμαδόπουλος, δημοσιογράφος, βουλευτής της Τουρκικής Βουλής, το 1870, «Μέγας Ρήτωρ» του Οικουμενικού Θρόνου, φίλος του θεάτρου και δραματικός συγγραφέας.

Ο μικρός Μανώλης Καλομοίρης πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στην μοναξιά καθώς «ήμουνα πολύ συχνά ντροπιάρης και ακοινώνητος, ενώ από την άλλη μεριά λαχταρούσα και ποθούσα τη συντροφιά φίλων και συνομηλίκων. Αυτό τόχω ως σήμερα. Δεν μπορώ να καταλάβω πως τα καταφέρνω να στέκομαι απόμακρα από ανθρώπους που τους αγαπώ και θάθελα να έρχομαι σε στενώτερο δεσμό μαζύ τους, κι όμως συχνά είμαι βαρύς και δισταχτικός στη σχέση τους».

Σε ηλικία επτά ετών η μητέρα του έγραψε τον Μανώλη Καλομοίρη στο «Παρθεναγωγείον και Νηπιαγωγείον το Παλλάδιον», των αδελφών Πασχάλη που δεχόταν και αγόρια στις μικρές τάξεις, ενώ λίγο αργότερα, όταν η διευθύντρια της ανήγγειλε ότι «η σχολή επρομηθεύθη εν κλειδοκύμβαλον», τον έγραψε αμέσως για μαθήματα με δάσκαλο τον κ. Διγενή Καπαγκρόσσα, εκ Ζακύνθου.

Ο Καπαγκρόσσας στάθηκε τύρρανος για τον μικρό Μανώλη και τον έκανε για κάμποσο καιρό να θεωρεί ότι το πιάνο είχε ως μόνο προορισμό να βασανίζει τα δάχτυλα των μικρών παιδιών! Η μόνη του χαρά ήταν όταν η διευθύντρια του σχολείου τον άφηνε μόνο του να μελετήσει, καθώς τότε, αντί να παίζει τις «ανιαρές σκάλες και τα ανιαρά γυμνάσματα του Καπαγκρόσσα», δοκίμαζε τα άσπρα και μαύρα πλήκτρα και προσπαθούσε να βρεί διάφορους ηχητικούς συνδυασμούς, προκαλώντας τις επιπλήξεις της διευθύντριας: «Μανωλάκη, πάλι τα ιδικά σου παίζεις»!

Το ημερολόγιο έδειχνε 1894 όταν η οικογένεια του Μανώλη Καλομοίρη εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, στην Πλάκα, όπου από το παράθυρο του δωματίου του ο Μανώλης Καλομοίρης έβλεπε τον Παρθενώνα.

«Όμως μαζύ με τον Παρθενώνα, το σπίτι έβλεπε και στη μάντρα της κυρά Κώσταινας. Συχνά από την μάντρα σαν έβαζαν να ψήσουν κοκορέτσι, αντιλαλούσανε στ’ αυτιά μου τα τραγούδια του κυρ Κώστα που, με μια βραχνιασμένη μα σωστή φωνή, τραγουδούσε λογιών λογιών τραγούδια της Ρούμελης, της πατρίδας του, και στις γιορτερές μέρες τόστηναν στο χορό με λαγούτα και ζουρνάδες. Τι τα θέτε, από τότε πιότερο με συγκινούσανε τα ζωντανά αυτά λαϊκά τραγούδια από τη θεά ‘της αθανάτου κληρονομίας των ενδόξων προγόνων μας’ όπως έλεγε ο αείμνηστος σεβαστός μου καθηγητής των Ελληνικών και των Λατινικών, Γεωργιάδης».

Το 1896 η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Σόλωνος ενώ εν τω μεταξύ ο Μανώλης έμαθε για τον θάνατο της Νενές του στην Σμύρνη. «Η καλή μου η γιαγιά δεν θα μου ξανάλεγε πιά παραμύθια ούτε θα μου τραγουδούσε το ‘Λύγκο το Λεβέντη τον αρχιληστή’ που ύστερ’ από χρόνια ήτανε γραφτό να τον τραγουδήσω εγώ στο Συμφωνικό μου Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα».

Τα χρόνια αυτά ο Μανώλης Καλομοίρης συνεχίζει τις σπουδές του στο πιάνο με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο νεαρός έφηβος, πλέον, ζεί σε μια πολύ ταραγμένη εποχή: Το 1896 παρακολουθεί τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, θα ζήσει το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαριλάου Τρικούπη, τις πρώτες συγκρούσεις μεταλωρύχων και χωροφυλακής στο Λαύριο, όπως και την εθνική ταπείνωση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

Το 1899 ο Μανώλης Καλομοίρης μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου πήρε μαθήματα πιάνου από την Σοφία Σπανούδη η οποια τον εισήγαγε και στην ποίηση του Κωστή Παλαμά. Παρακούοντας την επιθυμία της οικογένειάς του που τον θέλει…γιατρό(!), πηγαίνει στην Βιέννη το 1901 και εγγράφεται στο Ωδείο. Εκεί θα γνωριστεί με την Κερκυραία Χαρίκλεια Παπαμόσχου την οποία παντρεύτηκε το 1906 και θα συνθέσει τα πρώτα του έργα, ενώ τα σύννεφα της επερχόμενης θύελλας του Α Παγκοσμίου Πολέμου είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται πάνω από την Ευρώπη που είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα – της «Εγκάρδιας Συννενόησης» (Entente) (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις με ηγέτιδα δύναμη την Γερμανία – και την Απω Ανατολή με την κήρυξη του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου.

Από το 1906 ως το 1910 ο Μανώλης Καλομοίρης θα διδάξει στο Λύκειο Ομπολένσκι στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, αλληλογραφεί με τον Κωστή Παλαμά, συνθέτει την «Ρωμέϊκη Σουίτα» και ταυτόχρονα στέλνει τα πρώτα του κείμενα στο περιοδικό των δημοτικιστών «Νουμάς».

«Η πυκνή μου αλληλογραφία και πνευματική επικοινωνία με την Αθήνα και με τους αρχηγούς του δημοτικισμού από την μια μεριά, κι από την άλλη η μουσική της κοινωνία, που την εύρισκα σε πρωτόγονη κατάσταση, μου δυναμώσανε την επιθυμία να κατέβω στην Ελλάδα, έστω και προσωρινά, και να γνωρίσω και να γνωριστώ.

Επειτα η απομόνωσή μου στην Ρωσία είχε ανάψει τον εθνικισμό και τον πατριωτισμό μου. Σε αληθινή έξαρση και έξαψη ονειρευόμουνα διαρκώς μια Νεοελληνική αναγέννηση και προσδοκούσα το Μεσσία που θα χάριζε στην Ελλάδα μου ‘τα φτερά, τα πρωτινά της τα μεγάλα’, όπως έλεγε ο ποιητής στον Προφητικό του που είχε δημοσιευθεί στο Νουμά, πρίν ακόμα εκδοθή ο Δωδεκάλογος του Γύφτου».

Το 1908 ο Μανώλης Καλομοίρης πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα ως συνθέτης, ενώ το γραμμένο στη δημοτική γλώσσα, πρόγραμμά του, θεωρείται το μανιφέστο της «Εθνικής Σχολής» μουσικής.

Η δημοσίευση του προγράμματος στην δημοτική προκάλεσε ποικίλα σχόλια, η συνισταμένη των οποίων ήταν πως ήρθε ένας «μαλλιαρός» μουσικός από την Ρωσία και θα δώσει συναυλία όπου θα τραγουδήσουνε τραγούδια πάνω σε στίχους του Πάλλη και του Παλαμά. Μάλιστα η εφημερίδα «Αθήναι» που διηύθυνε ο Πώπ – φοβερός αντιδημοτικιστής – είχε ένα αρθράκι με τον τίτλο «Συναυλία με κοτσίδες»!!!, ενώ γινόταν και λόγος για ρώσικα ρούβλια με τα οποία είχε πληρωθεί ο συνθέτης για να …διαφθείρει το «έθνος» και να κάνει ρώσικη προπαγάνδα.

Μόλις ακούστηκε το «Πρωτοβάρεμα» και η «Διπλόφουγκα» και η Γεννάδη – «κόρη οικογενείας με τόσας εθνικάς παραδόσεις (…) που δέχθηκε να συμμετάσχει στο εθνικό ανοσιούργημα» – τραγούδησε την «Πατινάδα» και το «Στην ανέμη καρφωμένα», το κοινό άρχισε να αλλάζει γνώμη και στο τέλος «μπιζάρισε», την «Μολυβιάτισσα», την «Πατινάδα» και την «Ρουμελιώτισσα».

«Αυτά ήτανε τα ρώσικα ρούμπλια, κυρίες και κύριοι», είπε στο τέλος ο Μανώλης Καλομοίρης.

Είναι η εποχή που το ελληνικό έθνος – αδύναμο οικονομικά και πολιτικά για λόγους που αποτελούν αντικείμενο άλλης συζήτησης – προσπαθεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του μέσω πολιτισμικών στοιχείων. Η αναγκαιότητα «εφεύρεσης» της εθνικής ταυτότητας στο περιβάλλον των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, κάνει τις συζητήσεις να περιστρέφονται γύρω από την έννοια της «παράδοσης», ενώ τα πρωτογενή «υλικά» με τα οποία δομείται η εθνική ταυτότητα αναζητούνται στις κοινές πολιτισμικές παραδόσεις, στην γλωσσική ομοιογένεια και στην θρησκευτική κοινότητα.

Ο Μανώλης Καλομοίρης θεωρείται ως η ηγετική μορφή της «Εθνικής Μουσικής Σχολής», καθώς υποστήριζε ότι ο συνθέτης της «έντεχνης» μουσικής πρέπει να χρησιμοποιεί τους ρυθμούς, τις κλίμακες και τον χαρακτήρα των δημοτικών τραγουδιών και κυρίως η μουσική του να έχει «ζωή» και να εκφράζει αυτό που νοείται ως «ελληνική ψυχή».

Η «ελληνική ψυχή» δεν είναι κάτι το αυτονόητο, αλλά εντάσσεται στην ιστοριογραφική παράδοση των τελών του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα, σύμφωνα με την οποια το «παρελθόν» αντιμετωπίζεται με μια ορισμένη μυστικιστική οπτική, δεν θεωρείται θεμελιωμένο στην Ιστορία, αλλά προσεγγίζεται, ως διαχρονική, υπαρκτή, πλήν αφηρημένη συνιστώσα, μέσω του ενστίκτου και της αισθητικής.

Αυτή η αντίληψη αποτυπώνεται στην άποψη του ενιαίου και αδιαίρετου όλου του Ελληνικού πολιτισμού, διαμέσου των αιώνων.

Για τον Μανώλη Καλομοίρη το παρελθόν βρίσκεται μέσα στο παρόν και ως τέτοιο πρέπει να βιώνεται. Αυτή η αντίληψη υιοθετείται από τον πνευματικό περίγυρο της εποχής του, καθώς ανταποκρίνεται στο αίτημα για την αδιάρρηκτη εθνική ταυτότητα, που τόσο ανάγκη την έχει η νεαρή αστική τάξη η οποία «εμφανίζεται» στο ιστορικό προσκήνιο το 1909 με την Επανάσταση στο Γουδί, που φέρνει στην εξουσία την μεγαλύτερη – ίσως – ηγετική της φυσιογνωμία, τον Ελευθέριο Βενιζέλο που θέτει σε εφαρμογή ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το οποίο για την Ελλάδα είχε αργήσει πολύ, πάρα πολύ…Ταυτόχρονα η Ελλάδα διπλασιάζει, σχεδόν, τα σύνορά της μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του ’12-’13 και είναι η παράδοση που θα θεωρηθει ως αναγεννητική δύναμη του έθνους μέσα στα καινούργια κρατικά του σύνορα.

Το 1910 ο Μανώλης Καλομοίρης εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών, ενώ το 1912 θα συνθέσει τα «Μαγιοβότανα». Το 1915 ολοκληρώνει την όπερα «Ο Πρωτομάστορας» την οποία αφιερώνει στον Ε. Βενιζέλο, τον «Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδας». Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος έχει αρχίσει, η Ελλάδα χωρίζεται στα δυό – βενιζελικοί και βασιλόφρονες – ως προς το θέμα της ένταξης της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ, ο Βενιζέλος εγκαθιστά προσωρινή κυβέρνηση στην Θεσσαλονίκη και με την βοήθεια των συμμαχικών στρατευμάτων κατεβαίνει στην Αθήνα και παίρνει την εξουσία, η Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, συνταράσσει την Ρωσία. Είναι η εποχή που
ο Μανώλης Καλομοίρης συνθέτει το «Δαχτυλίδι της Μάνας» και το τραγούδι «Βενιζέλος», ενώ διορίζεται και γενικός επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών.

Το 1919 ο Μανώλης Καλομοίρης παραιτείται από το Ωδείο Αθηνών και ιδρύει το Ελληνικό Ωδείο. Ο Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ» κηρύσσει εθνική επανάσταση στην Τουρκία με σκοπό να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της νέας εθνικής Τουρκίας που ηττημένη στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο υπέγραψε ανακωχή μαζί με τις Βουλγαρία και Γερμανία. Στις 2 Μαίου 1919, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονται στην Σμύρνη, ενώ με την Συνθήκη των Σεβρών του 1920 αποδίδονται στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη, η Ιμβρος, η Τένεδος και η διαχείριση της περιοχής της Σμύρνης. Ο Μανώλης Καλομοίρης συνθέτει την «Συμφωνία της Λεβεντιάς». Ο Κεμάλ απορρίπτει τη Συνθήκη των Σεβρών, η Ελλάδα αποβιβάζει στρατεύματα στην Ιωνία, με συμμαχική συγκατάθεση, και αρχίζει η Μικρασιατική Εκστρατεία που θα λήξει το 1922 με την μεγαλύτερη καταστροφή του νέου Ελληνισμού, που απομονωμένος από τους συμμάχους του, θα βιώσει τον τραγικό ξερριζωμό από την γή της Ιωνίας.

Αυτό που αποτελούσε ζήτημα «εθνικής ταυτότητας» πριν το 1922, τώρα με το γκρέμισμα της «Μεγάλης Ιδέας», εν μέσω αδιαφορίας, εχθρότητας, και απίστευτου διπλωματικού παρασκηνίου, όπου μόνο η ισχύς υπολογίζεται, μετατρέπεται σε ζήτημα «ελληνικότητας», κάτι πολύ χαρακτηριστικό για περιόδους που μια κοινωνία ολόκληρη βρίσκεται σε κρίση. Ολη αυτή η αγωνία θα εκφραστεί με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο και στην ποίηση της «γενιάς του ‘30», με προεξάρχοντα τον Γιώργο Σεφέρη.

Από την άποψη της μουσικής, η έλευση των Μικρασιατών μουσικών θα οδηγήσει αφ’ ενός μεν στην γέννηση του «αστικού λαϊκού τραγουδιού», ενώ θα διατηρήσει και θα εμπλουτίσει τον ήχο με τους πανάρχαιους παραδοσιακούς «δρόμους» και κλίμακες, γεγονός μέγιστης σημασίας.

Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα, ξένοι μουσικολόγοι πραγματοποίησαν την πρώτη συλλογή Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, υιοθέτησαν την «συνέχεια» της ελληνικής μουσικής από την Αρχαιότητα ως την Δημοτική Μουσική, ενώ μια αντίστοιχη άποψη υιοθέτησε και ο Γεώργιος Παχτίκος, δάσκαλος του Μανώλη Καλομοίρη. Την ίδια αντίληψη ενστερνιζόταν και ο Καλομοίρης ο οποίος τόνιζε ότι στον ελληνικό λαό παρέμενε ολοζώντανο το τονικό σύστημα των παλαιών ήχων που στην Δύση είχε εκτοπιστεί από τις μείζονες και ελάσσονες κλίμακες (σ.σ. μινόρε-ματζόρε).

Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι αυτή η διατήρηση των «παλαιών ήχων», θα κρατήσει μέχρι την εμφάνιση στην λαϊκή μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη, που πρώτος αυτός θα εισάγει τις μείζονες και ελάσσονες κλίμακες στο λαϊκό τραγούδι, αλλάζοντας οριστικά τόσο, τον «ήχο», το μουσικό αισθητήριό μας και συμβάλλοντας καθοριστικα στο άνοιγμα του νέου κύκλου του ελληνικού τραγουδιού, την δεκαετία του ’60 με προεξάρχουσες φυσιογνωμίες τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι .

Σε ό,τι αφορά τον Μανώλη Καλομοίρη θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η στάση του απέναντι στην παράδοση, δεν είχε την έννοια ούτε της αναβίωσης της αρχαίας τραγωδίας, ούτε και της πιστής γραφής της δημοτικής μουσικής από τους σύγχρονους συνθέτες. Ο Καλομοιρης πίστευε στην ζώσα παράδοση μέσα στο παρόν, γι’ αυτό και ήταν ένθερμος δημοτικιστής, αλλά και λάτρης του Κωστή Παλαμά και φιλοδοξούσε – με την ευγενικότερη έννοια του όρου – όπως εκείνος που είχε αναγνωριστει ως «εθνικός ποιητής» πολύ πριν τον θανατο του, το 1943, να συμβάλλει στην αναγέννηση της «εθνικής μουσικής».

«Ο Παλαμάς και ο Βενιζέλος σταθήκανε πάντα, σ’ όλη μου την καλλιτεχνική και ψυχική βίωση οι δυό φάροι της πνευματικής μου ζωής. Στον Παλαμά ή τέχνη μου χρωστάει, όχι μόνο τις άμεσες εμπνεύσεις της από τους αθάνατους στίχους του, μα κάτι πολύ πιο βαθύ και μεγάλο, την όλη της ανάταση».

Το 1924 ο συνθέτης και η αθηναϊκή κοινωνία συνταράσσεται από τον φόνο του γιού του Καλομοίρη, Γιαννάκη. Δυό χρόνια αργότερα, ο Μανώλης Καλομοίρης θα ιδρύσει το Εθνικό Ωδείο. Το 1930 θα συνθέσει την «Συμφωνία των καλών και των ανίδεων ανθρώπων», και θα ιδρύσει τον βραχύβιο Εθνικό Μελοδραματικό Ομιλο.

Το 1936 και ενώ η αιματηρή καταστολή της μεγάλης απεργίας των καπνεργατών στην Θεσσαλονίκη, είναι προάγγελος των όσων θα επακολουθούσαν, δύο μήνες αργότερα, ο Καλομοίρης εκλέγεται πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών. Με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, στις 4 Αυγούστου του 1936, «παραιτείται» από την θέση του γενικού επιθεωρητή Στρατιωτικών Μουσικών, καθώς ηγήθηκε του μουσικού αγήματος στην κηδεία του Ε. Βενιζέλου, παρά την σχετική απαγόρευση του Ι. Μεταξά.

Το 1938 έγραψε τη μουσική για το μυθιστόρημα «Ο Μηνάς ο Ρέμπελος» του Κωστή Μπαστιά – ανθρώπου του Μεταξά επί των πολιτιστικών – ενώ την ίδια χρονιά το «Συμφωνικό Κοντσέρτο» του ανέβηκε στο Βερολίνο με σολίστ την κόρη του Κρινιώ.

Τον Φεβρουάριο του 1940 ανέβηκε στο Βερολίνο το «Δαχτυλίδι της Μάνας». Στην διάρκεια της Κατοχής, ο Καλομοίρης κατηγορήθηκε από ανθρώπους του μουσικού κύκλου ως φιλοναζιστής, ωστόσο με την μεσολάβηση του συνθέτη Δημήτρη Δραγατάκη και του μουσικοκριτικού Φοίβου Ανωγειανάκη, σύναψε καλές σχέσεις με την Αριστερά, ενώ βοήθησε τόσο στο να βρούν δουλειά πολλοί αριστεροί μουσικοί, όσο και στο να επιστρέψουν από τις εξορίες. Ο Καλομοίρης φρόντιζε να διατηρεί τις ισορροπίες σε πολιτικό επίπεδο και συνεργάστηκε καλλιτεχνικά με πολλούς, ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας. Οσο για τις κατηγορίες που του προσάπτονται θα πρέπει κανείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το 1945 η κόρη του Κρινιώ παρασημοφορήθηκε από την γαλλική κυβέρνηση για την δράση της στην γαλλική Αντίσταση.

Το 1955 ο Μανώλης Καλομοίρης συνέθεσε την «Παλαμική Συμφωνία» και το 1961 την τελευταία του όπερα «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος».

Οι απόψεις της «Εθνικής Μουσικής Σχολής» θα διατηρηθούν ως την δεκαετία του 1960, εποχή που σημειώνονται σοβαρότατες μεταβολές στην ελληνική μουσική – με κύριο άξονα το τραγούδι – ενώ σε ότι αφορά την συμφωνική μουσική, η πικρή αλήθεια είναι ότι αποτελεί ένα τομέα παραμελημένο στην χώρα μας. Ενδεικτικό της άποψης αυτής είναι ότι δεν έχει γραφτεί, ακόμα, στην Ελλάδα πλήρης βιογραφία του Μανώλη Καλομοίρη, του ανθρώπου που συνέβαλε στην διαμόρφωση της ελληνικής μουσικής στον 20ο αιώνα, που συνέγραψε παιδαγωγικά εγχειρίδια, που ίδρυσε Ωδεία, που εξελέγη ακαδημαϊκός το 1944.

Η όπερα «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» ανέβηκε σε πανελλήνια «πρώτη» στο Ηρώδειο από την Εθνική Λυρική Σκηνή στις 12 Αυγούστου 1962. Ο μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης που είχε «φύγει» στις 3 Απριλίου της ίδιας χρονιάς δεν πρόλαβε να ακούσει το έργο του. Ηταν εξάλλου πολύ κουρασμένος καθώς σημείωνε ο ίδιος στα απομνημονεύματά του:

«29 του Σταυρού 1958. Απόψε κλείδωσα στο συρτάρι μου τα χειρόγραφα και τα σκίτσα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Δεν νοιώθω πιά τις δυνάμεις μου για να βγάλω πέρα ένα τέτοιο έργο. Στέρεψεν η Παγά Λαλέουσα. Και έπειτα pourquoi et pour qui?”……….

Check Also

Η φύση της μουσικής και η μουσική της φύσης

Μια ξεχωριστή θεματική για τη μουσική ως τέχνη και επιστήμη, θα παρουσιαστεί το Σάββατο 27 …