Παρασκευή , 19 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Λεπροκομείο Σάμου. Λέπρα και εγκλεισμός. Ένα τεκμήριο από τη Σάμο του Μεσοπολέμου

Λεπροκομείο Σάμου. Λέπρα και εγκλεισμός. Ένα τεκμήριο από τη Σάμο του Μεσοπολέμου

Το κείμενο αυτό για το λεπροκομείο Σάμου, του Κώστα Κόμη, μεταφέρθηκε αποσπασματικά εδώ από το περιοδικό “Απόπλους”.

Στο τέλος του 18ου αιώνα δημοσιοποιήθηκε από τον Jeremy Bentham (1748- 1832) το “Πανοπτικόν”, ολοκληρωμένο αρχιτεκτονικό και οργανωτικό σχέδιο για μία αφανή αλλά διαρκή παρακολούθηση και έλεγχο στους τροφίμους των ιδρυμάτων (φυλακές, νοσοκομεία, σχολεία αλλά και εργοστάσια).
Βέβαια, κατ’ αρχάς οι πανοπτικές προτάσεις δεν υιοθετήθηκαν αλλά στον επόμενο αιώνα άρχισαν να πολλαπλασιάζοντας στον δυτικό κόσμο, τα αρχιτεκτονικά παραδείγματα ιδρυμάτων με επιρροές προερχόμενες, λίγο έως πολύ, από το σχέδιο του Bentham. Πάντως, αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία είναι το γεγονός ότι παράλληλα, την ίδια εποχή, συντελέστηκε μία άξια λόγου εξάπλωση του ιδρυματισμού και της ιατροποίησης των κοινωνιών (συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής κοινωνίας), εγκαταλείποντας παλαιότερες πρακτικές διαχείρισης των προβλημάτων του είδους.
Ως απόρροια αλλά και παράλληλη πραγματικότητα των παραπάνω υπήρξε η καθολίκευση, στην κοινωνία, των ιατρικών (κατ’ επέκτασιν επίσης κοινωνικών αλλά και πολιτικών) ταξινομήσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο οικοδομήθηκαν δύο από τα μεγαλύτερα λεπροκομεία στον ελλαδικό χώρο: αυτό της Σάμου (εγκαινιάσθηκε το 1896, επί Ηγεμονίας 1834-1912) και αργότερα της Σπιναλόγκας (το 1903, επί Κρητικής Πολιτείας 1898-1913). Παρά το γεγονός ότι το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας είχε ήδη εντοπιστεί και δημοσιοποιηθεί το 1873, φαίνεται πως οι συνεχιζόμενες συζητήσεις και διαφωνίες των ειδικών επιστημόνων γύρω από το θέμα (του βαθμού) μεταδοτικότητας αλλά και κληρονομικότητας της νόσου, έστρεψαν τις αρχές προς ένα παλαιότερο μέτρο ή παρέτειναν την ισχύ τουπρόκειται για τον εκτόπισμά των ασθενών από την υπόλοιπη κοινωνία και τον εγκλεισμό τους σε απομονωμένα οικήματα (λεπροκομεία).

Εν τουτοις, το φαινόμενο της αποδιοπομπής και του εκτοπισμού είναι περισσότερο σύνθετο εδώ και υπερβαίνει τους κατ’ αρχάς, ή κατ’ επίφασιν, υγειονομικούς στόχους αλλά και τα αποτελέσματα του μέτρου: Ο λεπρός ενσωματώνει, μέσα στο χρόνο, ένα πλήθος από αρνητικές σημάνσεις και μεταφορές· “ακάθαρτος”, από σωματική και κυρίως ηθική (:“αμαρτωλός”) άποψη, κατά το Λευιτικόν, φορτώνεται έκτοτε σας πλάτες του τις πλέον φορτισμένες, από ηθική, κοινωνική και ιδεολογική άποψη, αρνητικές πλευρές και τις ατυχίες της ζωής.

Λεπροκομείο ΣάμουΣτη Σάμο, για μία μακρά περίοδο, οι λεπροί (σύνολο 43 άτομα, τα πέντε από την Ικαρία, σύμφωνα με ένα τεκμήριο που δημοσιεύει ο Σταματιάδης) εγκαθίσταντο σε πρόχειρες καλύβες, γνωστές ως Λουβιάρικα, στα όρια εκάστου οικισμού καταγωγής τους, ενώ ορισμένοι από αυτούς κατέφευγαν στις μονές Αγίας Ζώνης (8 άτομα κατά τον Κρητικίδη) και Ζωοδόχου Πηγής (15-18 άτομα κατά τον Ζαμπακό-πασά). Εκτός αυτών όμως, κάποιοι άλλοι απέφευγαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, με διάφορα προσχήματα, προκαλιόντας τον τρόμο (φοβούμενοι το ενδεχόμενο μετάδοσης) αλλά και την οργή των περίοικων οι τελευταίοι μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις προχωρούσαν σε καταγγελίες προς τις αρχές, καταδίδοντας παράλληλα τους συγκεκριμένους ασθενείς, τους οποίους και περιέγραφαν με ετεροφοβικές μάλλον εκφράσεις («…προξενεί αηδίαν και αποστροφήν εν τη γειτονία και εν όλω τω δήμω…»).

Εν συνεχεία, το 1861 άρχισε ήδη η συζήτηση στην ηγεμονική βουλή περί οικοδόμησης λεπροκομείου, με θετικές προθέσεις των βουλευτών, αλλά αυτό ιδρύθηκε αργότερα, το 1896, ενώ οι οικοδομικές εργασίες άρχισαν το 1887, στη θέση Παναγίτσα στο Νέο Καρλόβασι, και ολοκληρώθηκαν το 1890· τα εγκαίνια τελέστηκαν την Κυριακή 12 Ιουνίου 1896.

Το λεπροκομείο λειτούργησε, χωρίς διακοπές, έως το 1966, οπότε καταργήθηκε και οι εναπομείναντες λεπροί (δέκα άτομα περίπου) μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών της Αθήνας “Αγία Βαρβάρα”. Από το σχετικό με το ίδρυμα αρχειακό υλικό, το οποίο απόκειται στα Αρχεία Νομού Σάμου, επικεντρώνουμε, εδώ, την προσοχή μας σε ένα τεκμήριο της 26ης Νοεμβρίου 1931. Πρόκειται για έγγραφο που απέστειλε ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Καρλοβασίου Δημοσθένης Χαμαμτζής, προς τον Νομίατρο Σάμου. Αυτό έχει ως εξής (ακολουθείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου):

Λαμβάνω την τιμήν να γνωρίσω ημίν, κατόπιν ενεργηθείσης υπ’ εμού εξακριβώσεως, ότι οι εις το ενταύθα λεπροκομείον νοσηλευόμενοι λεπροί: 1) Άγγελος Κατσαρός 2) Σταύρος Μπογιατζής 3) Γεώργιος Κόνσολος, και 4) Μηνάς Παγώνης κατέστησαν ταραξίαι και διαφθορείς του ιδρύματος, ήτοι υποκινούσιν εις παράπονα τους λεπρούς διά καθυστερήσεις πληρωμών των επιδομάτων των, προκαλούσι και ενοχλούσι δι ακολάστους πράξεις γυναίκας λεπράς και ιδία την Κατίναν Κονσολάκη καί ΘεοδοσίανΛιανάκη, απειλούσι και ενοχλούσι διαρκώς τον νοσοκόμον Κων. Ζαγοράρην και τέλος ο εκ των ανωτέρω ταραξιών Γεώργιος Κόνσολος είναι φανατικός κουμουνιστής και διδάσκει υπέρ του Κουμουνισμού. Ο εκ των ιδίων ταραξιών Σταύρος Μπογιατζής διαπράττει ακολάστους πράξεις κατά του παιδός Δημητρίου Χριστιανού, όστις εις διατύπωσιν παραπόνων του προς με σήμερον μοι είπεν επί λέξει τα εξής: «Ο Σταύρος Μπογιατζής θέλει να με μεταχειρίζηται κάθε βράδυ για γυναίκα του». Χάριν της αξιοπρέπειας του ιδρύματος και προς ησυχίαν των εν αυτώ νοσηλευομένων λεπρών παρακαλώ, όπως ενεργήσητε, ει δυνατόν επειγόντως, ίνα ούτοι μεταφερθώσιν εις Σπιναλόγκαν.

Το τεκμήριο, μολονότι σύντομο, εμπεριέχει τέτοιου είδους πληροφορίες οι οποίες, αναπόφευκτους, οδηγούν σε διάφορους συλλογισμούς και απαιτούν επίσης ανάλογες διερευνήσεις, δεδομένα που συγκρούονται πάντως με τα όρια του συγκεκριμένου κειμένου. Παρ’ όλα αυτά, είναι σκόπιμο, στη συγκεκριμένη θέση, να προχωρήσουμε σε κάποιο παραγωγικό σχολιασμό. Κατ’ αρχάς, ανάλογες αναταραχές (“παράπονα” κατά το έγγραφο) με αυτές που περιγράφονται για τη Σάμο, εξαιτίας καθυστερήσεων στην καταβολή των επιδομάτων στους ασθενείς, παρατηρήθηκαν επίσης και στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας.  Για το ίδρυμα αυτό οφείλουμε, εδώ, να προχωρήσουμε, επί τροχάδην, σε μία σύντομη αναφορά στις βασικές ιστορικές παραμέτρους. Το συγκεκριμένο λεπροκομείο, προϊόν παλαιοτέρων αιτημάτων, από τον 19ο ήδη αιώνα, οικοδομήθηκε τελικώς, καθώς προαναφέρθηκε, το 1903, συγκεντρώνοντας εν συνεχεία τους διασπαρμένους σε διάφορα σημεία (και μικρά – τοπικά λεπροκομεία, τις μεσκινιές) της Κρήτης λεπρούς. Στο έργο αυτό συνέβαλε, βέβαια, ουσιαστικά και η Αστυνομία, κατ’ αναλογία με την περίπτωση της Σάμου. Αρχικά η Σπιναλόγκα θεωρήθηκε ακατάλληλη για την εγκατάσταση λεπρών, δεδομένου ότι παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις, ακόμη και σε νερό αλλά για την τελική επιλογή φαίνεται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο δύο άλλοι παράλληλοι στόχοι: Αφενός η φυσική παρεμπόδιση τυχόν απόδρασης ασθενών από τη νησίδα (μολονότι αυτό δεν απεφεύχθη, σε πολλές περιπτώσεις) και αφετέρου η αποβολή, εμμέσως αλλά και εκ των πραγμάτων, των μουσουλμάνων (από την οθωμανική εποχή) κατοίκων της Σπιναλόγκας. Πάντως, οι μουσουλμάνοι απεχώρησαν και από το 1904 άρχισαν να συγκεντρώνονται (στην πραγματικότητα: να μεταφέρονται, σιδηροδέσμιοι) οι λεπροί. Στο σημείο αυτό δε, αξίζει να αναφερθεί ότι καθ’ όλο το διάστημα που λειτούργησε το λεπροκομείο, μέχρι το 1957, οπότε καταργήθηκε και οι εναπομείναντες ασθενείς, όπως αυτοί της Σάμου, μεταφέρθηκαν στην “Αγία Βαρβάρα”, το ίδρυμα διατήρησε εν πολλοίς τον χαρακτήρα απομονωτηρίου/ κρατητηρίου (θα λέγαμε φυλακής) παρά νοσοκομείου.

Λεπροκομείο ΣάμουΕπαναστρέφουμε το βλέμμα στο σαμιακό τεκμήριο, το οποίο επιδέχεται περαιτέρω σχολιασμό. Εκτός από τις αναταραχές, στο λεπροκομείο, τις οποίες πυροδοτούσαν, κατά τον Χαμαμτζή, οι τέσσερις προαναφερθέντες ασθενείς, οι ίδιοι, ως γνωστόν εξάλλου, συμμετείχαν σε “ακόλαστες πράξεις”, όπως χαρακτηρίζονται, εις βάρος άλλων λεπρών. Πέραν από το ενδεχόμενο υπερβολής, εκ μέρους του υπογράφοντα το έγγραφο, προκειμένου να ολοκληρωθεί, σκοπίμως, η αρνητική εικόνα για τα συγκεκριμένα άτομα, θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι τα περιγραφόμενα στο τεκμήριο παραπέμπουν ευθέως στο διαμορφωμένο, επί αιώνες, στερεότυπο του “ακάθαρτου” (βλέπε αμαρτωλού) λεπρού, δεδομένο ενισχυμένο από τους πειθαναγκασμούς και τους κολασμούς της χριστιανικής ηθικής. Από την άλλη όμως πλευρά αξίζει να σημειωθεί, ότι στο λεπροκομείο της Χίου, την ίδια περίπου εποχή, παρατηρούνται ανάλογα, σεξουαλικής φύσεως, συμβάντα. Παρ’ όλα αυτά, περιστατικά του είδους, σε μία υπερθετική μάλιστα εκδοχή, είναι τακτικά επίσης σε σημερινά ιδρύματα, ανεξαρτήτως λέπρας, κάτι που κατευθύνει, βέβαια, τη σκέψη προς άλλους, αυτονόητους πάντως, ερμηνευτικούς παράγοντες: δηλαδή, αφενός προς τον ιδρυματισμό και αφετέρου προς τη σεξουαλική στέρηση.

Επιπροσθέτους, στο τεκμήριο περικλείονται, καθώς είδαμε, στοιχεία αναφορικούς με την ιδεολογική ταυτότητα ενός από τους τέσσερις ασθενείς, για τον οποίο, αφού αναφέρεται πως είναι “φανατικός κουμουνιστής”, προστίθεται ότι “διδάσκει υπέρ του Κουμουνισμού”. Προκειμένου να γίνουν αντιληπτές οι αναφορές αυτές καθώς και η βαρύνουσα σημασία τους, στη χρονική συγκυρία, υπενθυμίζουμε ότι ήδη από το 1929 είχε τεθεί σε ισχύ ο νόμος 4229, το γνωστό “ιδιώνυμο”. Οι προβλεπόμενες ποινές (μεταξύ των άλλων, φυλάκιση και εκτόπιση) αφορούσαν στην πολιτική δράση οιασδήποτε μορφής, του “προσηλυτισμού” μη εξαιρουμένου. Το νομικό αυτό εργαλείο υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματικό απέναντι στην αριστερά, εφόσον, καθώς σημειώνει και ο Ελεφάντης, στο διάστημα 1929-1932 έλαβαν χώρα 11.400 συλλήψεις, 2.130 καταδίκες και εκτοπίστηκαν “πάνω από 200 άτομα”. Συνεπώς, λαμβάνοντας κανείς υπόψη το γενικό πολιτικό πλαίσιο, σε συνάρτηση με τα στοιχεία του εγγράφου, καθίστανται ορατοί αλλά και ερμηνεύονται οι στόχοι του Χαμαμτζή, όπως αναφέρονται σαφώς, εξάλλου, στην κατακλείδα: εδώ, υπενθυμίζεται, διατυπώνεται το αίτημα περί μεταγωγής των τεσσάρων ασθενών στη Σπιναλόγκα, «χάριν της αξιοπρέπειας του ιδρύματος και προς ησυχίαν των εν αυτώ νοσηλευομένων λεπρών».

Η εν λόγω μεταγωγή συνάδει, βέβαια, προς τις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις του Μεσοπολέμου, εφόσον, εν πρώτοις, το 1913, τόσο η Σάμος με τη Σπιναλόγκα όσο και η Χίος εντάχθηκαν στην ελληνική επικράτεια και τα μέχρι πρότινος τοπικά ιδρύματα εξελίχθηκαν σε εθνικά. Οπότε, ως ήταν επόμενο, ενισχύθηκαν και οι σχέσεις ανάμεσα στα λεπροκομεία: σε τεκμήρια των αρχείων Νομού Σάμου και Χίου αποτυπώνονται ανταλλαγές ασθενών, όχι τόσο ανάμεσα στα αντίστοιχα ιδρύματα όσο με αυτό της Σπιναλόγκας. Σε ό,τι αφορά μάλιστα στις μεταγωγές ή στις απειλές μεταγωγής προς Σπιναλόγκα, με προέλευση τα λεπροκομεία Σάμου-Χίου, παρατηρείται ότι κατά βάσιν αφορούσαν σε δυσυπότακτα άτομα, με παράλληλο στόχο αφενός την τιθάσευση των συγκεκριμένων ασθενών (στη Σπιναλόγκα) και αφετέρου την εξασφάλιση αταραξίας για το προσωπικό των ιδρυμάτων προέλευσης (και κατ’ επέκτασιν για την αντίστοιχη τοπική Αστυνομία, καθώς είδαμε). Δηλαδή, επιβεβαιώνεται έτσι η διαπίστωση, η οποία διατυπώθηκε πιο πάνω, πως το ίδρυμα της Σπιναλόγκας διέθετε χαρακτηριστικά περισσότερο φυλακής, με ανάλογη βαθμίδα πρακτικών καταστολής, παρά νοσοκομείου. Από μία άλλη πλευρά, το στοιχείο ότι στους μεταγομένους συγκαταλεγόταν ένας κομμουνιστής/λεπρός έλκει από μόνο του το ενδιαφέρον παραπέμποντας σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως αυτή του Γιώργη Ζάρκου (1902-1967), κομμουνιστή, τροφίμου ψυχιατρείου (εναλλακτικώς δε και φυλακών) αλλά και συγγραφέα. Ο Γεώργιος Κόνσολας του σαμιακού τεκμηρίου, ας θυμίσουμε εδώ την ταυτότητά του, περιέκλειε, για τους μηχανισμούς εξουσίας, το επαχθέστερο ζεύγος απόβλητων: από τη μία μεριά, ο ακάθαρτος λεπρός, φορτωμένος το μυκοβακτηρίδιο της νόσου αλλά και κάθε λογής αρνητικές (κυρίως) σημάνσεις και παραπομπές αιώνων. Από την άλλη, ο επίσης ακάθαρτος, μεταφορικά, φορέας αμφισβήτησης του πολιτικού καθεστώτος και της κοινωνικής σταθερότητας. Συνεπώς και κοντολογίς, υπό την οπτική γωνία της κοινωνικής συνοχής, ο Κόνσολας, επικίνδυνος εις διπλούν και σε ανάλογο βαθμό εξοβελιστέος (υπενθυμίζεται και η ισχύς του “ιδιωνύμου”), φαίνεται ότι υπήρξε από τις χαρακτηριστικές εκείνες περιπτώσεις που κατέληγαν σε κάποια Σπιναλόγκα.

Πέραν τούτου, ένα άλλο θέμα απαιτεί επίσης τον δέοντα σχολιασμό: πρόκειται για τον ενισχυμένο ρόλο του αστυνομικού παράγοντα, σε όλα τα στάδια διαχείρισης της νόσου. Αυτό, βέβαια, αποτελεί αντίστοιχο του εσωτερικού πολιτικού κλίματος της εποχής, αλλά και παρεπόμενο της συλλογικής αντίληψης γύρω από τη λέπρα και τους λεπρούς. Επιπροσθέτως όμως, η ακολουθούμενη πρακτική ταξινόμησης, από τον ιατρικό κόσμο (στη βάση του δίπολου υγεία-ασθένεια και με τις πολυάριθμες διαιτητικές και άλλες απαγορεύσεις) και παραλλήλως, έως παραπληρωματικούς, από τα όργανα της Αστυνομίας (εδώ ισχύει το δίπολο νόμιμο-παράνομο) διαθέτει, οφθαλμοφανούς, μεγαλύτερο χρονικό βάθος, σε σχέση με την εποχή που μας απασχολεί εδώ.

Ο στόχος είναι να προχωρήσουμε εδώ σε μια κατακλείδα, αν και σημερινά δεδομένα τα οποία συνδέονται, κατά τον δικό του τρόπο έκαστο, με ζητήματα που διερευνώνται και αναλύονται στα προηγηθέντα, μας ωθούν προς νέα ερωτήματα, απότοκα μάλλον συγχρόνων αιτημάτων. Κατ’ αρχάς, παρά το γεγονός ότι το “Πανοπτικόν”, ως αρχιτεκτονική πρόταση, δεν είχε, κατ’ αρχάς,την υποστήριξη που ήλπιζε ο Bentham, εν τούτοις, στην εποχή μας, οι πρακτικές διαρκούς παρακολούθησης και ελέγχου παρουσιάζουν ευρύτατη διάδοση και μάλιστα σε μία περισσότερο παραγωγική εκδοχή. Επ’ αυτού, αρκεί να επισημάνουμε, ως παράδειγμα, το πυκνό και εκτεταμένο δίκτυο από “κάμερες ασφαλείας” που διατρέχουν τις μεγάλες τουλάχιστον πόλεις. Όσον αφορά δε στα κτήρια τα οποία μας κληροδότησε η λέπρα, στα τρία προαναλυθέντα παραδείγματα παρατηρούνται διαφορετικής μορφής αλλά και βαθμίδας σιωπές. Στην περίπτωση της Σάμου και της Χίου, η θέση την οποία κατελάμβαναν τά λεπροκομεία εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να αποτελεί γεωγραφικό (και όχι μόνο) περιθώριο σε σχέση με τον υπόλοιπο πολεοδομικό ιστό. Αντίθετα, ή υποτίθεται έτσι, η Σπιναλόγκα, όντας απέναντι από την Ελούντα, έχει ενταχθεί στην τοπική τουριστική βιομηχανία. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί, βέβαια, εγγγύηση πως ο σημερινός επισκέπτης της νησίδας δυνατόν να ακούσει τις βραχνές φωνές των λεπρών. Παρ’ όλα αυτά, είναι πιθανόν να διατυπωθεί και ένας αντίλογος, δεδομένου ότι στη Σπιναλόγκα υπάρχει μέριμνα για τη συντήρηση των κτηρίων ενώ στις δύο άλλες περιπτώσεις, και κυρίως σε αυτή της Χίου, τα κτήρια, απλώς, αντιστέκονται στον χρόνο με τον δικό τους τρόπο. Πάντως, αυτό το στοιχείο, εκτός των άλλων, ανεβάζει και την αξία των τοπικών αρχείων.

Check Also

Το λεπροκομείο: Η Σπιναλόγκα της Σάμου

Σταρ δεν έγινες ποτέ. Δεν είχες τις ίδιες τουριστικές προδιαγραφές με τη Σπιναλόγκα. Δεν ήσουν ένα απομονωμένο νησί. Ήσουν μόνο ένα απομονωμένο μέρος σε ένα άλλο νησί. Κοντά εκεί στο Καρλόβασι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *