Τρίτη , 19 Μαρτίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Ο καπαμάς της προσφυγιάς. Της Λίτσας Ψαραύτη

Ο καπαμάς της προσφυγιάς. Της Λίτσας Ψαραύτη

Κάθε φορά που θα μαγειρέψω αρνί, σπάνια είναι η αλήθεια γιατί η χοληστερίνη δεν αστειεύεται, έρχεται πάντα στη μνήμη μου η μάνα μου και ο “καπαμάς της προσφυγιάς“, κι ας έχουν περάσει από τότε πάνω από πενήντα χρόνια…

Ήταν χειμώνας του 1943. Χιλιάδες νησιώτες από τη Σάμο, τη Χίο, την Ικαρία και τη Μυτιλήνη περάσαμε στην Τουρκία για να γλιτώσουμε από το Γερμανό κατακτητή. Οι σύμμαχοι μας φόρτωσαν στα τρένα κι ύστερα από πολλές περιπέτειες φτάσαμε στην Παλαιστίνη. Όσες μέρες κράτησε το ταξίδι, εφτά – οχτώ, μας μοίραζαν γαλέτες, κανένα καρβέλι ψωμί και κονσέρβες με κορνμπίφ. Κοντά στη Γάζα είχε στηθεί ένα μεγάλο στρατόπεδο με παράγκες και σκηνές. Εκεί στριμωχτήκαμε όλοι οι πρόσφυγες.

Το ίδιο στρίμωγμα γινόταν και τα μεσημέρια στην τραπεζαρία του στρατοπέδου. Κάθε μέρα τρώγαμε αρνί που κολυμπούσε στο λίπος. Πότε έριχναν μαζί με το κρέας ρύζι, άλλες φορές μακαρόνια ή μανέστρα, πού και πού κάτι άνοστες πατάτες, μισοβρασμένες. Διαλέγαμε λίγο από το ψαχνό, αφήναμε στην άκρη τα ξίγκια και το λαπαδιασμένο ρύζι. Το φαγητό είχε μια βαριά μυρωδιά, δύσκολα κατέβαιναν οι μπουκιές. Κι άντε πάλι τα ίδια από την αρχή. Τις πρώτες μέρες σηκωνόμασταν νηστικοί, πού τ’ αρνάκια του νησιού μας τρυφερά και πεντανόστιμα.

Ο πατέρας μου είχε βρει δουλειά στην παραλαβή τροφίμων. Τ’ αρνιά που μας τάιζαν ήταν πάνω από εκατό οκάδες το ένα, τετράπαχα, κατεψυγμένα, φερμένα από τη Νέα Ζηλανδία, τυλιγμένα μέσα σε γάζες, ποτισμένα με το αίμα των σφαγμένων ζώων… Αηδία…

Ζούσαμε μόνο με το πρωινό. Η μάνα μου δεν άντεχε να μας βλέπει να σκαλίζουμε το φαγητό, να τσιμπολογάμε σαν πουλάκια και ν’ αφήνουμε γεμάτα τα πιάτα μας. Ένα μεσημέρι την ώρα που η κυρά Μυρσίνη μάζευε τα πιάτα – δούλευε τραπεζοκόμος στην τραπεζαρία – την άρπαξε η μάνα μου από το μανίκι και την κάθισε πλάι της.

– Δεν είναι κρίμα να πετιούνται όλα αυτά τα φαγητά και να μένουμε οι περισσότεροι νηστικοί; Γιατί δεν προσπαθούν οι μαγείρισσες να φτιάξουν ένα φαγάκι που να τρώγεται;

– Δε φταίνε οι μαγείρισσες, Τα ’χουμε πει πολλές φορές στους υπεύθυνους. Ξέρεις τι μας απαντούν; Ο κόσμος στην Ελλάδα πεθαίνει από την πείνα κι εσείς εδώ κάτω καλοτρώτε και παραπονιέστε κι από πάνω. Μπορείς όμως να κάνεις κάτι άλλο για να μη μένουν τα παιδιά νηστικά.

  • Σαν τι δηλαδή;
  • Αγόρασε μια γκαζιέρα και λίγα κουζινικά και μαγείρευε και συ μέσα στη σκηνή. Όσοι δεν μπορούν να φάνε το φαγητό του συσσιτίου, ψωνίζουν από τη Γάζα και τα γειτονικά περιβόλια και μαγειρεύουν μόνοι τους…

Στη Γάζα εκείνου του καιρού, την ειρηνική και φιλική, αγοράσαμε μια γκαζιέρα, ένα τηγάνι μια κατσαρόλα τσίγκινη, πιάτα και ποτήρια. Η μάνα μου ψώνισε από την αγορά μια οκά αλάτι, κανέλα, μοσχοκάρφια, πιπέρι τριμμένο και μια αρμαθιά πιπερίτσες ξερές, κόκκινες.

Είχαμε γίνει φίλοι με τους Άραβες που καλλιεργούσαν τα περιβόλια τους κοντά στο στρατόπεδο. Αγοράζαμε κρεμμύδια, σκόρδα ντομάτες, κορφολογούσαμε και λίγα φυλλαράκια μαϊντανό.

Στην “κουζίνα” της σκηνής γινόταν πραγματική ιεροτελεστία. Η μάνα μου έβγαζε από το αρνί του συσσιτίου όλο το πάχος και το πετούσε. Ύστερα τσιγάριζε ένα κρεμμύδι, λίγα δόντια σκόρδο, τις ντομάτες ψιλοκομμένες, το μαϊντανό κι όταν ήταν έτοιμη η σάλτσα έριχνε και μια καυτή πιπερίτσα, δυο τρία μοσκοκάρφια και λίγη κανέλα. Όλα εκείνα τα μυρωδικά έκοβαν τη βαρβατίλα του κρέατος. Η σκηνή πλημμύριζε με μυρωδιές του νησιωτικού σπιτιού μας, ξεχασμένες…

Όση ώρα μαγειρευόταν το φαγητό εγώ μπαινόβγαινα στη σκηνή και τα σάλια μου έτρεχαν.
Το μεσημέρι γλείφαμε όλοι τα δάχτυλά μας. Όταν μάλιστα τα λεφτά έφταναν και για μια τηγανιά πατάτες, η χαρά μας ήταν διπλή.

Τα χρόνια πέρασαν. Μεγάλωσα, ταξίδεψα και γεύτηκα τα φαγητά ανατολής και δύσης. Καμιά γεύση όμως δεν έμεινε στη θύμησή μου τόσο βαθιά χαραγμένη όσο εκείνος ο “καπαμάς της προσφυγιάς“. Κι όλο λέω να κάτσω μια μέρα και να τον φτιάξω, όπως ακριβώς τον μαγείρευε η μάνα μου. Κι όλο το αναβάλλω… Ποιος ξέρει…μπορεί και να μη γίνει ο ίδιος και δε θέλω ν’ απογοητευτώ…

(Πηγή του κειμένου είναι το περιοδικό “Απόπλους”)

Check Also

” Πιλότος ” η Σάμος για τις νέες δομές προσφύγων και μεταναστών στα νησιά

Μέσα στο 2021 θα είναι έτοιμο το πρώτο ελεγχόμενο κέντρο φιλοξενίας στη Σάμο, χωρητικότητας 3.000 …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *