Τετάρτη , 24 Απριλίου 2024
elen
Home / Ειδήσεις / Η εκπαίδευση στη Σάμο την εποχή της Ηγεμονίας

Η εκπαίδευση στη Σάμο την εποχή της Ηγεμονίας

Από το Ελληνικό Βαθέος στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο. Του Χρίστου Λάνδρου, από το περιοδικό “Απόπλους”

Στις 21 Ιουλίου 1852, ο Λεόντιος Κληρίδης, Κύπριος ελληνοδιδάσκαλος, από τη Λευκωσία όπου υπηρετούσε στην Κεντρική Ελληνική Σχολή της πατρίδας του, έστειλε στον τοποτηρητή της Ηγεμονίας Σάμου Γεώργιο Κονεμένο μια πολύ κολακευτική επιστολή, με την οποία του ζητούσε να διορισθεί σε ένα από τα τρία, όπως ανέφερε, Ελληνικά Σχολεία που είχαν ιδρυθεί και λειτουργούσαν στη Σάμο.

Ο Κληρίδης δεν επέλεγε τυχαία να έλθει στη Σάμο. Είχε και άλλοτε, προ εξαετίας, υπηρετήσει στη Σάμο, στο Ελληνικό Σχολείο της Χώρας, όπου δίδαξε τα Ελληνικά και άλλα στοιχειώδη “επιστημονικά μαθήματα” και τότε είχε εκτιμηθεί το έργο του από τους Σαμιώτες. Όμως πάνω απ’ όλα είχε πληροφορηθεί ότι ο νέος ηγεμόνας φημιζόταν για “το φιλόμουσον και φιλόκαλον”. Κι αν πριν από χρόνια υπακούοντας στη φωνή του γενέθλιου τόπου του, της Κύπρου, είχε εγκαταλείψει τη Σάμο για να προσφέρει εκεί τις υπηρεσίες του, τώρα, εν έτει 1852, σοβαροί λόγοι υγείας τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει μαζί με την οικογένειά του διά παντός την πατρίδα του.
Το “δύσκρατον και νοσηρόν κλίμα” της Λευκωσίας, αυτό που “κατεδαπάνησε” την υγεία όλης της οικογένειάς του τον υποχρεώνει να φύγει από εκεί. Το κλίμα της Σάμου αντίθετα το θεωρεί ευνοϊκό από κάθε άποψη: φυσική, κοινωνική και πολιτική. Ο “ιλαρός ουρανός” και ο “γλυκύς αέρας” της, ο “ένθερμος υπέρ των φώτων ζήλος όλων των Σαμίων” αλλά και οι προσπάθειες του Κονεμένου “προς ευδαιμονίαν” των κατοίκων της Σάμου προσείλκυσαν τον ανήσυχο Κληρίδη να διαλέξει τη Σάμο, για να εγκατασταθεί με την οικογένειά του. Ένας επιπλέον λόγος να γίνει αποδεκτή η αίτησή του είναι ότι θα φέρει μαζί του και την κόρη του, η οποία θα μπορέσει να οργανώσει Παρθεναγωγείο διδάσκοντας Ελληνικά, Γαλλικά και άλλα στοιχειώδη μαθήματα. Η κόρη του Σαπφώ καταγίνεται με την ποίηση, πρόκειται μάλιστα να εκδώσει τα ποιήματά της, αλλά θεωρείται και πολύ ικανή δασκάλα. Η εκπαίδευση της Σάμου, αν και είχαν περάσει 16 χρόνια από την εγκατάσταση της ηγεμονικής διοίκησης, δεν βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Οργανώθηκε περισσότερο συστηματικά και στέρεα από τον Γεώργιο Κονεμένο το 1852. Το ίδιο συνέβη και με τις άλλες υπηρεσίες της Ηγεμονίας. Ωστόσο, τόσο από την επιστολή Κληρίδη όσο και από άλλες πληροφορίες γνωρίζουμε ότι μερικά ελληνικά ή αλληλοδιδακτικά σχολεία λειτουργούσαν στο νησί κατά τη δεκαετία 1840-1850, με τη φροντίδα κυρίως των πολιτών και πρόγραμμα με ευθύνη των δασκάλων τους οποίους εκείνοι προσλάμβαναν. Για παράδειγμα, στο Νέο Καρλόβασι, από το 1847, ήταν σχολάρχης ο Ιωάννης Λεκάτης στην εκεί Ελληνική Σχολή. Η δουλειά που έκανε στο σχολείο του πρέπει να ήταν πολύ καλή, διότι οι μαθητές και οι γονείς τους ήταν άκρως ευχαριστημένοι μαζί του και τον είδαν όχι ως μισθωτό δάσκαλο, αλλά ως αδελφό και πατέρα. Δίδασκε ελληνικά μαθήματα, Ιταλικά και Γαλλικά, Επιτομή Φυσικής, Αριθμητική και Γεωγραφία. Ο μισθός του ήταν αρκετά καλός φτάνοντας τα 500 γρόσια κατά μήνα, ενώ οι μαθητές του ήταν περί τους εκατόν δεκαπέντε.

Η μεταρρύθμιση Κονεμένου

Προ του 1851, πριν δηλαδή από το διορισμό του Γεωργίου Κονεμένου ως τοποτηρητή της Ηγεμονίας, κάθε απόπειρα για την οργάνωση της εκπαίδευσης ήταν αποσπασματική και ατελέσφορη. Ακόμα και όταν το 1843 η Γενική Συνέλευση ψήφισε τον “Οργανικόν Κανονισμόν της Εκπαιδεύσεως”, σύμφωνα με τον οποίο ιδρύονταν τέσσερα Ελληνικά Σχολεία και διάφορα Αλληλοδιδακτικά. Τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν περιστασιακά. Και τούτο, διότι η ηγεμονική διοίκηση παρόλο που είχε ιδρύσει Ταμείον Εκπαιδεύσεως δεν διέθετε τα αναγκαία χρήματα για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων, δαπανώντας τα σε άλλα έργα που θεωρούσε πιο σημαντικά. Επίσης οι τοπικοί παράγοντες, πέραν των ρητορικών διακηρύξεων περί “φωτισμού της νεολαίας” δεν έπραξαν τίποτε για την εξεύρεση πόρων και δασκάλων. Αλλά και η τοπική κοινωνία, στη συντριπτική της πλειοψηφία αγροτική, δεν είχε κατανοήσει τη μεγάλη σπουδαιότητα της παιδείας. Έτσι οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για “διακαή πόθο φωτισμού των νέων” ήταν περισσότερο ευχή, παρά πραγματική επιθυμία να οργανωθούν σχολεία. Επιπλέον οι δάσκαλοι που γνώριζαν τη νέα μέθοδο της αλληλοδιδακτικής ήταν ελάχιστοι.

Τα εκπαιδευτικά πράγματα άλλαξαν με το Γεώργιο Κονεμένο, ο οποίος υλοποιώντας απόφαση της Συνέλευσης ίδρυσε το 1851 (σχολ. έτος 1851 -1852) εικοσιδύο αλληλοδιδακτικά για τη στοιχειώδη εκπαίδευση και τέσσερα ελληνικά σχολεία για τη μέση. Παράλληλα ζήτησε να προσληφθούν δάσκαλοι κατόπιν εξετάσεων. Παρά τις όποιες αδυναμίες η “μεταρρύθμιση” του Κονεμένου είχε θετικό αποτέλεσμα και ένας πολύ αξιόλογος αριθμός μαθητών άρχισε να φοιτά στα σχολεία. Ο στόχος της εκπαίδευσης αυτή την εποχή ήταν καθαρά σωφρονιστικός με ιδιαίτερη έμφαση στην ηθική και χριστιανική διαπαιδαγώγηση, στο σεβασμό της ιεραρχικής δομής της κοινωνίας και στην αναπαραγωγή της. Ενιαίο πρόγραμμα για όλα τα σχολεία δεν υπήρχε, ο κάθε δάσκαλος κανόνιζε το πρόγραμμά του, ενώ οι ελληνοδιδάσκαλοι που είχαν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα παιδιά συνέταξαν εγκαίρως και εσωτερικό κανονισμό για το σχολείο τους.

Ελληνικά Σχολεία: προγράμματα καί εσωτερικοί κανονισμοί

Πυθαγόρειο γυμνάσιοΤα τέσσερα Ελληνικά Σχολεία, ένα για κάθε τμήμα της Σάμου, ως σχολεία μέσης εκπαίδευσης προσείλκυσαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της διοίκησης, που μερίμνησε εγκαίρως για κτίρια, εξοπλισμό και δασκάλους. Σ’ αυτά διορίστηκαν δάσκαλοι με τα περισσότερα προσόντα και με καλό σχετικά μισθό.

Στο Μαραθόκαμπο διορίστηκε ο Γεράσιμος Ραζής που είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Στο Νέο Καρλόβασι ο Κωνσταντίνος Γεωργιάδης από τον Παγώνδα. Αυτός διέθετε απολυτήριο Γυμνασίου Αθηνών και αποδεικτικό φοιτήσεως επί ένα έτος στη Φιλοσοφική Σχολή “του Πανεπιστημίου του Όθωνος”. Στο Ελληνικό Σχολείο Χώρας, που όμως στεγαζόταν στους Μυτιληνιούς, διορίστηκε ο Εμμαν. Μαρουδής, ο οποίος καταγόταν από τη Σκόπελο, είχε τελειώσει το Γυμνάσιο Σύρου και εν συνεχεία είχε φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είχε δώσει εξετάσεις στην αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας και ήταν ο μόνος που είχε αναγνωρισθεί επίσημα ως ελληνοδιδάσκαλος. Ερχόμενος στη Σάμο προσκόμιζε και δυο συστατικές επιστολές από τον Ιωάννη Σφοίνη και το μητροπολίτη Αλέξανδρο Λυκούργο. Στο Ελληνικό Λιμένος Βαθέος που θεωρούνταν και το Κεντρικό Σχολείο της Σάμου διορίστηκε αρχικά ο Μανουήλ Προβαταρίδης και στη συνέχεια ο Λεόντιος Κληρίδης.

Ελληνικά σχολεία είχαν λειτουργήσει στη Σάμο και κατά την καποδιστριακή περίοδο. Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος υπήρχε μια αρκετά καλή οργάνωση των σχολείων ήδη από το 1833. Σύμφωνα με διάταγμα του 1836 “Περί κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων”, το τριτάξιο Ελληνικό αποτελούσε τον πρώτο κύκλο της Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ στον δεύτερο κύκλο ανήκε το τετρατάξιο “Γυμνάσιον”, όταν ήταν πλήρες. Σκοπός των Ελληνικών σχολείων ήταν να προετοιμάζουν τους μαθητές για τα γυμνάσια, αλλά συγχρόνως η εκπαίδευσή τους να αποτελεί “και αυθύπαρκτον τι όλον”, να είναι μια πρώτη βάση “επιστημονικής μορφώσεως”, αλλά να δίνει και εφόδια για τον κοινωνικό βίο. Ο σκοπός του Γυμνασίου ήταν η περαιτέρω εκπαίδευση και η προετοιμασία για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Στο Ελληνικό γραφόταν ένας μαθητής που είχε τελειώσει το τετρατάξιο δημοτικό.

Στη Σάμο δεν υπήρξε ο ανωτέρω σαφής προσδιορισμός για τα Ελληνικά σχολεία. Από τα προγράμματα των Ελληνικών της Σάμου διαπιστώνεται ο θεωρητικός χαρακτήρας τους και ο σταθερός προσανατολισμός τους προς την αρχαιομάθεια και τις γραμματικοσυντακτικές γνώσεις. Οι μαθητές διδάσκονταν πολλές ώρες αρχαία ελληνικά κείμενα, Γραμματική και Συντακτικό κάθε μέρα πλην Κυριακής, και λιγότερες, δυο ή τρεις την εβδομάδα, Αριθμητική, Γεωγραφία και Ελληνική Ιστορία, Ιερά Κατήχηση και Γαλλικά, όπου βέβαια υπηρετούσε γλωσσομαθής δάσκαλος.

Οι διδασκόμενοι αρχαίοι συγγραφείς διέφεραν κατά σχολείο. Στον Λιμένα Βαθέος οι μαθητές διδάσκονταν Κόρον παιδεία του Ξενοφώντος και Πανηγυρικό του Ισοκράτους. Στη Χώρα και στο Καρλόβασι Χρηστομάθεια και Επιτάφιο του Λυσία, στον Μαραθόκαμπο Δημοσθένη και Ισοκράτη, στους Βουρλιώτες Νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού, Κύρου Ανάβαση, Απομνημονεύματα και Οικονομικό του Ξενοφώντα.

Οι ηλικίες των μαθητών που φοιτούσαν στα πρώτα Ελληνικά σχολεία παρουσίαζαν μεγάλες διακυμάνσεις, γεγονός που επηρέαζε τόσο την αντιληπτική τους ικανότητα όσο και τη συμπεριφορά τους. Οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από 12 έως και 22 ετών.

Σχεδόν όλοι οι σχολάρχες των Ελληνικών συνέταξαν και υπέβαλαν στον ηγεμόνα για έγκριση εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του σχολείου τους, αποσκοπώντας να δώσουν “ρυθμόν και τάξιν”, όπως υποστήριζαν, να υποτάξουν τους ατίθασους, να τους συμμορφώσουν, και να κάμουν το σχολείο σεβαστό στους μαθητές και τους πολίτες. Ο σωφρονιστικός χαρακτήρας του σχολείου ήταν εμφανής.

Οι κανονισμοί αφορούσαν κυρίως τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των μαθητών και λιγότερο των γονέων και των δασκάλων. Οι τελευταίοι όφειλαν μόνον να τηρούν το πρόγραμμά τους. Οι γονείς να παροτρύνουν τα παιδιά τους, ώστε να φοιτούν στο σχολείο και να είναι πειθαρχικά και υπάκουα. Για τους μαθητές όμως οι κανονισμοί περιελάμβαναν ένα αρκετά αυστηρό πλέγμα υποχρεώσεων, περιορισμών και απαγορεύσεων, που υποδηλώνουν συνάμα καταδικαστέες από την κοινωνία της εποχής συνήθειες της νεολαίας και συμπεριφορές, αλλά και προσδοκώμενες στάσεις και δράσεις. Πιο συγκεκριμένα οι κανονισμοί των σχολείων απαιτούσαν από τους μαθητές: να σέβονται γονείς, δασκάλους, ιερό κλήρο, αρχές και κάθε μεγαλύτερο “εν παντί καιρώ και τόπω”. Να φοιτούν τακτικά, να είναι επιμελείς, να μελετούν τα μαθήματά τους και να συχνάζουν στις εκκλησίες κατά τις εορτάσιμες ημέρες. Να μην αυθαδιάζουν, αλλά να έχουν “συμπεριφοράν και διαγωγήν κόσμιον και αυστηρόν ηθικήν”. Οι απαγορεύσεις αφορούσαν την εικόνα και συμπεριφορά των μαθητών εντός και εκτός του σχολείου.

Μέσα στο σχολείο απαγορευόταν οι μαθητές να προξενούν θορύβους, “σχήματα άσεμνα και γελοία, νεύματα, χειρονομίας, χειροκροτήσεις, ποδοκροτήσεις και γέλωτας”. Επίσης κάθε μαθητής απαγορευόταν να “ατιμάζη, λοιδορή, σκώπτη, τύπτη, βλάπτη άλλον τινά συμμαθητήν του ή μη”. Κι αν κάποιος μετά τις νουθεσίες του δασκάλου ή την ανάλογη ποινή συνέχιζε την ίδια συμπεριφορά, τότε θα αποβαλλόταν από το σχολείο. Έξω από το σχολείο απαγορευόταν οι μαθητές να συχνάζουν σε καπηλειά και σε οινοπωλεία. Όφειλαν να απέχουν από φαγοπότια και “χαρτοπαίγνια” στα καφενεία, να μην καπνίζουν “τα λεγόμενα τζιγαρίδια ή γουργολίδια (ναργκελέδες)”, να μην περιφέρονται στους δρόμους παίζοντας και να μη συναναστρέφονται με “ατάκτους, κακοήθεις και διεφθαρμένους νέους”.

Όλες λοιπόν οι απαγορεύσεις, οι οποίες με σαφήνεια περιγράφονταν στους κανονισμούς, στόχευαν στην καλλιέργεια ήθους “σεμνού και εναρέτου” αποδεκτού και επιβεβλημένου για μια ευνομούμενη και ιεραρχημένη πολιτεία.

Η “προαγωγή” του Ελληνικού Σχολείου Λιμένος Βαθέος. Το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο

Από την πρώτη σχολική χρονιά που άρχισαν να λειτουργούν τα Ελληνικά Σχολεία και πριν ακόμη μεταφερθεί οριστικά η πρωτεύουσα της Ηγεμονίας από τη Χώρα στο Λιμένα Βαθέος, διατυπωνόταν η άποψη ότι το Ελληνικό του Λιμένος Βαθέος “επέχει θέσιν” κεντρικού σχολείου. Ο ηγεμόνας Ιωάννης Γκίκας και οι πληρεξούσιοι της Γενικής Συνέλευσης, θέλησαν να προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος και αίγλη στην πρωτεύουσα του νησιού, στο Λ. Βαθέος όπου μεταφέρθηκε οριστικά το διοικητικό κέντρο της Ηγεμονίας Σάμου από τα μέσα του 1854.
Η ηγεμονική διοίκηση μαζί με τις άλλες αρχές που την περιέβαλλαν θα ήθελε να λειτουργεί κοντά της και ένα ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Έτσι, ο ηγεμόνας Ιωάννης Γκίκας στον εναρκτήριο λόγο του προς την Γενική Συνέλευση, στις 9 Μαρτίου 1855 μεταξύ άλλων ανέφερε ότι ένα από τα σπουδαιότερα ζητήματα του τόπου που είλκυσαν την προσοχή του ήταν η βελτίωση των σχολείων, επειδή “αυτά μέλλουν να χρησιμεύσωσι εις τον φωτισμόν και εις την μόρφωσιν των ηθών των τέκνων εις ηλικίαν καθ’ ην αι καλαί εντυπώσεις ούσαι επιδεκτικαί καθίστανται διαρκείς”. Τα μέσα που θα μπορούσε να προσφέρει η Ηγεμονία θα ήταν αρκετά για να διατηρηθεί ένα Λύκειο. Όπως τόνισε στον λόγο του, ήδη από τον Οκτώβριο του 1854, στο Ελληνικό Σχολείο Βαθέος είχαν εισαχθείτα μαθήματα της Γαλλικής και Ιταλικής Γλώσσας και της Ναυτικής επιστήμης, ενώ παράλληλα είχε συγκροτηθεί μια επιτροπή για να εισηγηθεί βελτιώσεις στην εκπαίδευση, στα μαθήματα και τους τρόπους διδασκαλίας. Η ίδια επιτροπή (εφορία) ασχολείται με την εξεύρεση ικανών δασκάλων για να διδάξουν Ιστορία και Μαθηματικές επιστήμες. Ο χαρακτήρας του ανώτερου σχολείου που πρότεινε ο ηγεμόνας ήταν πιο πρακτικός από αυτόν των Ελληνικών που ήδη λειτουργούσαν. Η Γενική Συνέλευση δεν πήρε θέση επί της ουσίας, αλλά εξέφρασε την ευχή γενικά και αόριστα να βελτιωθούν τα εκπαιδευτικά πράγματα και η Γενική Εφορία των σχολείων να βρει δασκάλους ικανούς και να αντικαταστήσει όσους δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους.

Την 1η Σεπτεμβρίου 1855 ο Γκίκας προχώρησε πιο αποφασιστικά στην αναβάθμιση του Ελληνικού Σχολείου Λιμένος Βαθέος, σύμφωνα με όσα είχε προτείνει στον λόγο του, δημοσιεύοντας το διάταγμα 45 “Περί συστάσεως Γυμνασίου”.
Η αναγκαιότητα ίδρυσης ενός ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος στην έδρα της Ηγεμονίας υπαγορευόταν από κοινωνικούς, οικονομικούς και πνευματικούς λόγους. Οι νεαροί Σαμιώτες τελειώνοντας κάποιο Ελληνικό της πατρίδας τους δεν είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν και να τελειοποιήσουν τις γνώσεις τους, ενώ αρκετοί γονείς που διέθεταν τα οικονομικά μέσα αναγκάζονταν να αποστέλλουν τα παιδιά τους στην αλλοδαπή “υπό το βάρος αδρών εξόδων”. Όσοι όμως δεν είχαν τα υλικά μέσα, “καίτοι φλεγόμενοι υπό του ιερού της εκμαθήσεως πυρός”, ήσαν καταδικασμένοι να μένουν “εν τω σκότει της αμαθείας” στη Σάμο. Επομένως χρειαζόταν η ίδρυση ενός Γυμνασίου, ως κεντρικού σχολείου, για να ικανοποιήσει αυτή την επιθυμία και την ανάγκη μεγαλύτερης μόρφωσης από αυτήν που παρείχαν τα Ελληνικά Σχολεία. Έτσι, το Ελληνικό Σχολείο Βαθέος ονομάσθηκε “Πυθαγόρειον Γυμνάσιον” προς τιμήν του αρχαίου Σαμίου φιλοσόφου και μαθηματικού Πυθαγόρα.

Εν τω Λιμένι Βαθέος όπου η έδρα της Ηγεμονίας, συσταίνεται Γυμνάσιον, προαγομένον βαθμηδόν ως τοιούτου, προϊόντος τον χρόνου, συμφώνως με την προαγωγήν των μαθητών και τα υλικά μέσα του μέχρι τούδε υπάρχοντος ενταύθα Ελλην. Σχολείου, θέλει δε φέρει την επωνυμίαν “ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΟΥ” ή “ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ” προς τιμήν και μνήμην του υπ’ αυτό τ’ όνομα αρχαίου της Νήσου Φιλοσόφου.

Το Γυμνάσιο άρχισε να λειτουργεί από τις 5 Σεπτεμβρίου 1855 με τρεις δασκάλους και τρεις τάξεις. Ο Λεόντιος Κληριδης επί των Ελληνικών, ο Γεράσιμος Μ. Ραζής επί των Μαθηματικών, της Γεωγραφίας και της Ιστορίας και ο I. Ρωμάνος (G. Romano) επί της Γαλλικής και Ιταλικής. Ο τελευταίος δίδασκε ήδη τις ξένες γλώσσες στο Ελληνικό Βαθέος από το σχολικό έτος 1854. Ο Γεράσιμος Ραζής υπηρετούσε ως σχολάρχης στο Ελληνικό Μαραθοκάμπου από τις αρχές του 1852 και ήταν εγνωσμένων ικανοτήτων όπως φαινόταν και από τα προγράμματα που υπέβαλλε κάθε εξάμηνο στην ηγεμονική διοίκηση. Ο Κληριδης, διευθυντής του μέχρι πρότινος Ελληνικού Βαθέος, ήταν ήδη γνωστός στην πρωτεύουσα για την αρχαιομάθειά του. Ήταν μάλιστα αυτός που πρότεινε στον δήμαρχο Λιμένος Βαθέος να διατεθούν 1000 γρόσια για τον καταρτισμό σχολικής βιβλιοθήκης με την αγορά βιβλίων, όπως το τρίτομο Ελληνικό Λεξικό του Γαζή, τη Γραμματική του Κούμα, τα Άπαντα του Ισοκράτη, του Δημοσθένη, του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη και των τραγικών Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη, τους Παράλληλους Βίους του Πλουτάρχου, την Ιλιάδα και Οδύσσεια του Ομήρου, το Σύνταγμα Φιλοσοφίας του Κούμα και άλλα.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στο ελληνικό κράτος τα πλήρη γυμνάσια ήταν τετρατάξια και εισάγονταν σ’ αυτά οι απόφοιτοι των Ελληνικών σχολείων ύστερα από εξετάσεις. Στη Σάμο η ίδρυση Γυμνασίου δεν συνοδεύτηκε από μια καλή προπαρασκευή και οργάνωση που θα καθιστούσε το κεντρικό εκπαιδευτήριο αντάξιο του ονόματος του. Παρόλο που διορίστηκαν οι καλύτεροι από τους υπηρετούντες ελληνοδιδασκάλους στο Γυμνάσιο, το πρώτο σχολικό έτος φαίνεται ότι δεν λειτούργησε κατά τις προσδοκίες της διοίκησης και της Γενικής Εφορίας των σχολείων. Πιθανόν μεταξύ των δύο ελληνοδιδασκάλων Κληρίδη και Ραζή να υπήρξαν διαφορετικές απόψεις ως προς την οργάνωση του προγράμματος, διότι, ενώ συνήθως οι διευθύνοντες τα Ελληνικά σχολεία υπέβαλλαν προς έγκριση το πρόγραμμα των μαθημάτων που επρόκειτο να διδαχθούν σε κάθε εξάμηνο, οι πρώτοι “παρά τω Γυμνασίω διδάσκαλοι” δεν υπέβαλαν κάτι τέτοιο, προφανώς επειδή δεν είχαν καταφέρει να υπερβούν την ισχύουσα πραγματικότητα του Ελληνικού και να παρουσιάσουν πρόγραμμα Γυμνασίου.

Στα μέσα της σχολικής χρονιάς όμως Κληριδης και Ραζής έστειλαν στον ηγεμόνα χωριστά καταλόγους των μαθητών τους ανά τάξεις με τις βαθμολογίες τους. Από τους καταλόγους αυτούς διαπιστώνουμε ότι ο Κληριδης καταγράφει 85 μαθητές (58 στην Α’ τάξη, 22 στη Β’ και 4 στην Ε’) ενώ ο Ραζής 76 (50 στην Α’ 23 στη Β’ και 3 στην Ε’). Ο χαρακτηρισμός της τελευταίας τάξης ως τάξης Ε’ δεν διευκρινίζεται σε κανένα από τα έγγραφα που αφορούν το Γυμνάσιο κατά το πρώτο έτος της λειτουργίας του. Οι βαθμολογίες του Κληρίδη αναφέρονται στα διδασκόμενα από αυτόν “Ελληνικά μαθήματα γενικώς”. Ο Ραζής σημειώνει ότι έχει βαθμολογήσει διδάσκοντας τα εξής μαθήματα: στην Α’ τάξη Αρχαία Ιστορία, Αρχαία Γεωγραφία και Ιστορία, στη Β’ τάξη Ελληνική ιστορία, Αριθμητική και Γεωγραφία Νεωτέρα και στην Ε’ τάξη Γεωμετρία του Λεγένδρου, όλα “δις της εβδομάδος”. Επομένως αυτά ήταν τα διδασκόμενα μαθήματα στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο κατά το σχολικό έτος 1855-56, μαζί με τα Ιταλικά και τα Γαλλικά που διδάσκονταν από τον G. Romano. Στην πράξη, λοιπόν, το Γυμνάσιο δεν ξεπέρασε τα δεδομένα και τις επιδόσεις του πρώην Ελληνικού.

Η Εφορεία των Σχολείων στο τέλος του έτους βάσει της έκθεσης της εξεταστικής επιτροπής που διενήργησε τις εξετάσεις διαπίστωσε ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου ευχάριστο και “μεθ’ ώριμον σκέψιν απεφήνατο κοινή τη ψήφω την μεταρρύθμισιν εν γένει του προσωπικού του Γυμνάσιου αυτού δι’ άλλων ικανωτέρων προσώπων δυναμένων να παρέξωσιν την επιθυμητήν ανάπτυξιν και πρόοδον των μαθητιώντων”. Την ίδια μέρα που η Εφορία πήρε την απόφαση να αντικαταστήσει τους δασκάλους του Γυμνάσιου, ο Λεόντιος Κληριδης υπέβαλε στον ηγεμόνα την παραίτησή του, η οποία και έγινε δεκτή.

Check Also

Πυθαγόρας: Ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας

Πυθαγόρας, ο πρώτος διδάσκαλος της αυτογνωσίας (580-500 π.Χ.). Ο μέγας αυτός μύστης επέβαλε πρακτικά στους …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *