Πέμπτη , 25 Απριλίου 2024
elen
Home / Χωριά / Βόρεια Σάμος / Σάμος (Βαθύ)

Σάμος (Βαθύ)

Βαθύ είναι η σημερινή πόλη της Σάμου (Το παλιό όνομά της είναι Λιμάνι Βαθυού) κτίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Παλιά δεν υπήρχε κανένα σπίτι, παρά λίγες εμπορικές αποθήκες. Μέτοικοι όμως από το Πάνω Βαθύ και από άλλα μέρη (κυρίως από την Κεφαλληνία), εγκαταστάθηκαν στο ακατοίκητο μέρος, συνήψαν εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία και με την Ρωσία και έκαναν την πόλη την ομορφότερη του νησιού.

Για λίγο καιρό – όσο ηγεμόνας της Σάμου ήταν ο Στέφανος Βογορίδης – η πόλη λεγόταν Στεφανούπολις. Το λιμάνι έχει 5 χιλιόμετρα μήκος, ένα τουλάχιστο χιλιόμετρο πλάτος και βάθος 40 οργυιές (όπως λέει στα “ΣΑΜΙΑΚΑ” ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης)

Στην είσοδο του φυσικού λιμανιού βρίσκονται τα νησάκια του Κότσικα. Αυτά είναι το Πρασονήσι, ο Αγιος Νικόλαος ή Δασκαλειό, το Διαπόρτι, το Μακρόνησο ή Αγ. Παρασκευή και το Στρογγυλό.
Τα είπαν νησάκια του Κότσικα, από το μικρό μοναστήρι της Ζοοδόχου Πηγής που είναι απέναντι πάνω στη Σάμο. (Σύμφωνα με την παράδοση, ένας καλόγερος από την Νέα Εφεσο, ο Αζαρίας, είδε στο όνειρό του και βρήκε σ΄ αυτό το μέρος μέσα σε άνα κέδρο, που στη Σάμο λέγεται και Κότσικας, μια εικόνα της Παναγίας. Έχτισε λοιπόν στο μέρος αυτό ένα μοναστήρι, που λέγεται Παναγία του Κότσικα.)

Στα αριστερά του λιμανιού κοντά στην πόλη υπάρχει η συνοικία Καλάμι. Εδώ καθώς λέγανε οι παλιοί, είχε την φωλιά του ένα μεγάλο φίδι και για πολύ καιρό το μέρος ήταν απλησίαστο. Απέναντι από το Καλάμι, είναι το Μαλαγάρι που πήρε το όνομά του από κάποιον Γεώργιο Μαλαγάρη που είχε εκεί κτήματα. Στο Μαλαγάρι βρέθηκαν ερείπια αρχαίου χωριού που δεν σώζονται σήμερα. Στο μέρος του αρχαίου χωριού υπάρχει εκκλησάκι των Ταξιαρχών που χτίστηκε στις αρχές του αιώνα από κάποιον Γρηγόριο Ατμανή.

Η πόλη το 1862 δεν είχε προκυμαία ούτε λιμενοβραχίονα. Η προκυμαία άρχισε να κατασκευάζεται το 1875-76 από την τεχνική εταιρία των Μαρσαγιέζων αδελφών Dussaud που μόλις είχαν ολοκληρώσει την κατασκευή της προκυμαίας της Σμύρνης.

Η πόλη αναπτύχθηκε αμφιθεατρικά και πάνω στο θαλάσιο άξονα επικοινωνίας των λιμανιών της Μεσογείου με την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Η μεγάλη ανάπτηξη της βιομηχανίας και του εμπορίου, μεταμόρφωσαν τον μικρό παραλιακό οικοσμό στο μεγαλύτερο οικιστικό φαινόμενο της ηγεμονίας.
Το 1816 είχε 600 κατοίκους, το 1828 είχε 1255, το 1864 έφτασε τους 1883 και το 1902 είχε 5411 κατοίκους.

Το κρασί, το λάδι, η σταφίδα και τα κατεργασμένα δέρματα ήταν τα πρώτα στις εξαγωγές του νησιού. Η βυρσοδεψία ήταν ένας δυναμικός κλάδος της οικονομίας και τα δέρματα μαζί με τα κρασιά, τα καπνά, το μέλι και τη σταφίδα εξάγονταν στην Ευρώπη. Ο μεγαλύτερος όμως καταναλωτής των σαμιώτικων προϊόντων ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία. Στις αρχές του 20ου αιώνα αναπτύσσεται η καλλιέργεια και εμπορία καπνών και τσιγάρων.

Στις 12-6-1912 η πόλη ηλεκτροφωτίστηκε και το 1909 μεταφέρθηκε στον σημερινό λιμενοβραχίονα η επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων.

Η κεντρική πλατεία της πόλης βρίσκεται στο κέντρο υης πρυκυμαίας. Η διαμόρφωσή της άρχισε το 1864 από τον Γάλλο μηχανικό Bousset και ήταν το πρώτο μεγάλο δημόσιο έργο στη πόλη. Πλατεία Πυθαγόρα ονομάστηκε τον Μάϊο του 1884. Το 1891 η πλατεία απέκτησε άνοιγμα προς την θάλασσα και στρώθηκε με μεγάλες τετράγωνες πλάκες.

Παράλληλα προς την προκυμαία ήταν οι μεγάλοι καφενέδες της πόλης, τόποι συνάντησης, συναλλαγών, τυχερών παιχνιδιών, πολιτικών συγκεντρώσεων καβγάδων και αντιπαραθέσεων. Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπισαν τα καφενεία της εποχής εκείνης ήταν η δυσχέρεια στις συναλλαγές με την καθημερινή τους πελατεία λόγω έλλειψης ψιλών.

Κατά τη διάρκεια της σαμιακής ηγεμονίας δεν εκδόθηκε τοπικό νόμισμα. Οι βασικές νομισματικές μονάδες ήταν ο παράς και το γρόσι. Ταυτόχρονα οι Σαμιώτες χρησιμοποιούσαν στις συναλλαγές τους και 80 περίπου διαφορετικά νομίσματα ξένων κρατών (τούρκικα, ελληνικά, εγγλέζικα, γαλλικά, ισπανικά, αυστριακά, γερμανικά κ.ά.). Η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η απόσυρση απ’την κυκλοφορία μεγάλου αριθμού χάλκινων παράδων το 1881 δημιουργούν έντονη έλλειψη μικρών νομισμάτων και τα μεγάλα καφενεία και ζαχαροπλαστεία της πλατείας Πυθαγόρα αναγκάζονται να κόψουν μεταλλικές μάρκες αξίας 2,5 και αργότερα 5 και 10 παράδων, οι οποίες κυκλοφορούν ελεύθερα στην αγορά και αντικαθιστούν τα νομίσματα στις καθημερινές μι-κροσυναλλαγές με τους πελάτες. Έτσι, ο πελάτης αγόραζε μια σειρά μάρκες του καφενείου που σύχναζε και κάθε φορά πλήρωνε μ’αυτές τον καφέ, το γλυκό, το ναργιλέ ή το τάβλι του στον καφετζή. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο κάτοχος των μαρκών μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει σε άλλες μικροαγορές και ο νέος κάτοχος να τις εξαργυρώσει στο καφενείο που τις έκοψε.)

(Τα στοιχεία αυτά είναι από το λεύκωμα του Ντίνου Κόγια.)

Check Also

Στο επίπεδο επιτήρησης 2 βρίσκεται η Σάμος για τον κορονοϊό

Τον νέο επικαιροποιημένο χάρτη υγειονομικής ασφάλειας και προστασίας για την Περιφερειακή Ενότητα Σάμου, από το …